Την ώρα ακριβώς που έσκασε το πρώτο κρούσμα κοροναϊού στην Αθήνα, αφού είχε προηγηθεί το καμπανάκι της Θεσσαλονίκης, βρισκόμουν σε μια εκδήλωση κάποιου brand ομορφιάς, σε ένα από τα πιο στιλάτα ξενοδοχεία, στον 8ο όροφο και θέα όλη την πόλη. Κόσμος από τα μίντια, από τον χώρο του beauty, μάνατζερς, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, διευθυντές σάιτ κι ένας ξενόφερτος καλεσμένος -στέλεχος του brand ομορφιάς-, ο οποίος μας συστήθηκε με μία φράση παρωδίας που θα μπορούσε να ανήκει στον Μελ Μπρουκς: «Μη φοβάστε, από το Μονακό έρχομαι, όχι από την Ιταλία».
Ο φόβος δεν είναι ένα αίσθημα που συνηθίζει να φύεται σε τέτοια κοσμικά event. Το αντίθετο. Η γλυκιά ζωή του καλλωπισμού και της φροντίδας της επιδερμίδας χαρίζει μια μάλλον καθησυχαστική πλην στομφώδη πληρότητα, ένα χάδι αγαλλίασης. Όχι δέος και ανησυχία. Σε καμία περίπτωση δεν αγκαλιάζει τη μοιρολατρική πρόθεση του όπου φύγει-φύγει και δε συμπάσχει με την ομφαλοσκοπική σκέψη «να τη γλυτώσουμε εμείς και βλέπουμε».
Έλα όμως που ξαφνικά η ανεμελιά και η όποια γκλαμουριτέ πέρασε αιφνιδίως στον θάλαμο αρνητικής πίεσης μαζί με όλα τα κρούσματα του κοροναϊού, ανά τον πλανήτη. Ο Covid-19 έρχεται από την Κίνα και μας φέρνει από ΄κείνα -κυρίως τρόμο για το ανίκητο και δέος για το άγνωστο. Η φύση δε γνωρίζει από βεβαιότητες, ρίχνει μία και όλα τα καλοσχεδιασμένα πλάνα ανατρέπονται. Όσα ξέραμε παύουν να ισχύουν.
«Α, όχι, δε φιλιόμαστε πια» μου λέει μια αγαπημένη φίλη, την ώρα που σκύβω προς το μέρος της, όπως έκανα πάντα, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν ξεπεράσει την πρώτη χειραψία και έχουν πατήσει μερικά σκαλιά στην κοινωνική εξέλιξη. Ο homo sapiens δε φιλούσε υπέροχα, μάλλον ούτε και ο homo science.
Οι ανθρωπολόγοι υποστηρίζουν ότι το φιλί είναι η εξέλιξη της κίνησης που έκαναν οι άνθρωποι, αιώνες πριν, προσπαθώντας να μυρίσουν τον άλλον σε μια προσπάθεια να αντλήσουν πληροφορίες για εκείνον, όπως κάνουν τα σκυλάκια που ανιχνεύουν τους πωπούς τους.
«Κάποια στιγμή, τυχαία, γλίστρησαν, κατέληξαν στα χείλη και γλυκάθηκαν. «Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν την όσφρηση για να διαπιστώσουν τη διάθεση του άλλου, την υγεία του και την κοινωνική του θέση» γράφει η Σέριλ Κίρσενμπαουμ, συγγραφέας του βιβλίου, Η Επιστήμη του Φιλιού.
«Ακούμπησε το στόμα της στο στόμα μου και έκανε έναν ήχο που μου προκάλεσε ευχαρίστηση» αναφέρει, στα σανσκριτικά, το Μαχαμπχαράτα, το μεγαλύτερο ινδικό έπος, το 1.000 περίπου π.Χ και όπως φαίνεται ορίζει την ερωτική διάσταση του φιλιού.
Ο Οδυσσέας επιστρέφοντας στην πατρίδα δέχεται το φιλί ενός σκλάβου ως ικεσία κι όχι ως έκφραση αγάπης. Στην αρχαία Ελλάδα κάποιος που ήταν κοινωνικά ισότιμος θα φιλούσε έναν άλλον άνδρα στο στόμα, ενώ οι στρατιώτες, οι υπηρέτες και οι σκλάβοι φιλούσαν το μάγουλο, το χέρι, τα πόδια, τα ρούχα, ακόμα και το έδαφος. Ο Ιούλιος Καίσαρας και οι Ρωμαίοι διαπίστωσαν τη σαρκική προέκταση του φιλιού. Ο Οβίδιος, στη συλλογή του των ερωτικών ελεγειών Amores, αναφέρεται στο «savium», το οποίο οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «φιλί της ψυχής», που σήμερα είναι το γαλλικό φιλί.
«Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος επιχείρησε να απαγορεύσει το φιλί γιατί θεωρούσε ότι έτσι μεταδιδόταν η λέπρα, αλλά απέτυχε, γιατί στους ανθρώπους άρεσε πραγματικά να φιλιούνται» προσθέτει η Κίρσενμπαουμ, ενώ στη Βίβλο, το φιλί αναφέρεται εννέα φορές, αλλά μόνο στην Προς Ρωμαίους επιστολή πρόκειται για ρομαντικό φιλί. Υπάρχει το φιλί της προδοσίας του Ιούδα, φιλιά χαιρετισμού, φιλιά υποταγής και το φιλί της ζωής στο βιβλίο της Γενέσεως.
Στην Ιαπωνία, το φιλί ήταν ταμπού μέχρι που το διέδωσαν οι Αμερικανοί τον 19ο αιώνα. Όταν, τη δεκαετία του 1920, εκτέθηκε στο Τόκιο το γλυπτό του Ροντέν, «Το Φιλί», το έκρυψαν πίσω από ένα παραβάν, ενώ οι σκηνές με φιλιά αφαιρούνταν τεχνηέντως από τις ταινίες του Χόλιγουντ που προβάλλονταν στην υπό κατοχή Ιαπωνία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υγρά, κατά συνθήκη, στυφά, προκάτ, ψεύτικα, αληθινά, μέσα στη λαγνεία, ξεχειλισμένα από ηδυπάθεια, σεξουλιάρικα, ντεκαυλέ, συμβατικά, καθώς πρέπει, αξέχαστα, ανατριχιαστικά, πρώτα, τελευταία, αιώνια. Τα φιλιά της ζωής μας, η βουβή επικοινωνία, οι μουγκές φράσεις των σωμάτων. Όλα όσα δε λέγονται, οι πράξεις που υπερτερούν των λόγων.
Και σήμερα, στο χάραμα του 2020, το μέλλον γίνεται παρόν, η έμπνευση των ποιητών νοσεί, το φιλί περνάει στην αθανασία, γλιστράει μέσα από τα χέρια μας. «Φίλησέ με και θα δεις πόσο σημαντική είμαι» έγραφε η Σύλβια Πλαθ αγνοώντας το εσχατολογικό σενάριο της ενδεχόμενης απουσίας επαφής.
Αμέσως μετά τα πρώτα θανατηφόρα κρούσματα στην Ιταλία, ο Μιλανέζος street artist, Tvboy, πειράζει το κλασικό αριστούργημα του 1858, του Φραντσέσκο Άγιετς, «Το Φιλί», προσαρμόζοντας ιατρικές μάσκες στα πρόσωπα των παράφορα ερωτευμένων και μπουκάλια αντισηπτικών στα χέρια τους, ενώ ονομάζει το έργο του «Ο έρωτας στα χρόνια του Covid-19», κάνοντας μια αναφορά στο βιβλίο, Ο Έρωτας στα χρόνια της Χολέρας, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
«Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα» γράφει ο Μάρκες, όχι προφητικά φυσικά μιας και το βιβλίο διαπραγματεύεται τα συναισθήματα στη συνειδητοποιημένη δύση της ζωής και όχι στο ξαφνικό φρενάρισμα της –όμως, ταιριάζει με τη φάση που περνάει η ανθρωπότητα.
Νιώθουμε ξανά μικροί και ευάλωτοι απέναντι σε έναν ανορθόγραφο υιό, με πολύπλοκη σύνθεση και ακατάσχετη διάθεση. «Α, όχι, δε φιλιόμαστε πια» λέμε, λιγότερο μπλαζέ και πιο σαστισμένοι από την Μπέτι Ντέιβις όταν στην ταινία «Cabin in the Cotton», το 1932, ξεστόμιζε «θα ‘θελα πολύ να σε φιλήσω, αλλά μόλις λούστηκα».
Το έργο του street artist Tvboy: