Η Σοφία Κόπολα μεγάλωσε στα κινηματογραφικά πλατό της δεκαετίας του ’70 και του ’80, τρίτη γενιά μιας διάσημης καλλιτεχνικής οικογένειας. Η γιαγιά της ήταν ηθοποιός και ο παππούς της μουσικός (Όσκαρ για τον "Νονό ΙΙ"), ενώ ο πατέρας της Φράνσις ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά. Εκείνος συνήθιζε να παίρνει μαζί την οικογένεια στα γυρίσματα και έτσι η Σοφία, η οποία εμφανίζεται ως μωρό στους δύο πρώτους "Νονούς", έζησε συναρπαστικές στιγμές πίσω από τις κάμερες του "Αποκάλυψη Τώρα!" και του "Αταίριαστου".
Τα Βατόμουρα που έγιναν Όσκαρ
Η πρώτη δημιουργική εμπλοκή της με τον κινηματογράφο, όμως, αποδείχτηκε τραυματική. Ενώ είχε κάνει σύντομα περάσματα απ’ όλες τις ταινίες του πατέρα της, το 1989 και στα 18 της κλήθηκε να αντικαταστήσει την τελευταία στιγμή την Γουινόνα Ράιντερ ως η κόρη του Μάικλ Κορλεόνε στον "Νονό ΙΙΙ". Η ερμηνεία της, άχρωμη, αλλά σε καμιά περίπτωση τραγική, όπως χαρακτηρίστηκε, συνοδεύτηκε από επικά κακές κριτικές, ενώ της χάρισε και δυο Χρυσά Βατόμουρα. Αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε, μιας και, όπως λέει, "ποτέ δεν είχα στο νου μου να γίνω ηθοποιός. Γι’ αυτό, αν και πληγώθηκα από την όλη εμπειρία, τα τραύματα επουλώθηκαν γρήγορα". Με σπουδές ζωγραφικής και φωτογραφίας, πέρασε πίσω από την κάμερα ως σκηνοθέτρια μικρού μήκους και βιντεοκλίπ (Walt Mink, The Flaming Lips) και το 1999, αφού εμφανίστηκε στον σύντομο ρόλο της πριγκίπισσας Σάκε στο "Ο Πόλεμος των Άστρων: Επεισόδιο 1 - Η Αόρατη Απειλή", μετέφερε στην οθόνη το πρώτο μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδη "Αυτόχειρες Παρθένοι".
Από το Σάντανς ως τις Κάννες, η ταινία της αιφνιδίασε με τον τρόπο που χειρίστηκε την αίσθηση του "κενού χρόνου" και την αφύπνιση της σεξουαλικότητας πέντε νεαρών κοριτσιών μιας οικογένειας στο Ντιτρόιτ των 70s, εντυπωσιάζοντας με τη μελαγχολικά ονειρική σκηνοθεσία της και το ατμοσφαιρικό μουσικό score των Air. Ακολούθησε η μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του "Χαμένοι στη Μετάφραση" (2003), η οποία συνοδεύτηκε από το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου, αλλά και μια υποψηφιότητα σκηνοθεσίας, η πρώτη για Αμερικανίδα στην ιστορία του θεσμού. Με τη ροκ "Μαρία Αντουανέτα" της (2006), η Κόπολα προκάλεσε ένα μικρό σοκ, περιφρονώντας με παιχνιδιάρικο ύφος τις συμβάσεις μιας κλασικής ιστορικής βιογραφίας, ενώ με το λιτό και εσωτερικό "Somewhere" (2010), το οποίο της χάρισε το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας, επιβεβαίωσε ότι είναι μια δημιουργός που μπορεί να αλλάζει αφηγηματική ταχύτητα και ύφος, παραμένει όμως πάντα πιστή σε μια (νεανικά) γυναικεία ματιά ανακάλυψης ενός γοητευτικού, χλιδάτου, αλλά παγωμένων αισθημάτων και χαμένου στη μετάφραση κόσμου.
Διάβασε περισσότερα στο athinorama.gr