Γεννιόμαστε ως Ιστορία: στο κορμί μας είναι τυπωμένη η βιολογική ιστορία των γενεών που μας γέννησαν. Στη μορφή μας αποτυπώνονται τα χαρακτηριστικά των συγγενών μας που έφυγαν απ’ τη ζωή ή και ζουν ακόμα. Στις συμπεριφορές μας είναι χαραγμένες –συνιστώντας "χαρακτήρα" και "νοοτροπία"– αταβιστικές εμπειρίες, αντιδράσεις και στάσεις ζωής των γενεών του παρελθόντος.
Γεννιόμαστε εύθραυστα, θνησιγενή όντα, ωστόσο το παρελθόν που εμπεριέχεται μέσα μας μάς συνδέει με τον βαθύ χρόνο και μας εγκαθιστά στην αιωνιότητα. Ζούμε λιγότερο απ’ τον ελέφαντα ή τη χελώνα και περισσότερο απ’ την πεταλούδα, το σύντομο ωστόσο πετάρισμά μας σ’ αυτήν τη ζωή διαφέρει στο είδος μας, γιατί έχουμε συνείδηση των παραμέτρων της και γιατί μπορούμε να την εντάξουμε στον χρόνο. Και ο χρόνος –η συνείδηση του χρόνου, άρα και του θανάτου– είναι αυτό που μας καθιστά συνειδητούς μετόχους της Ιστορίας.
Αν στην παιδική μας ηλικία –καθώς δεν έχουμε συναίσθηση του θανάτου– η αίσθηση του χρόνου και, επομένως, της ιστορικότητάς μας είναι χαλαρή. Αν στην εφηβεία μας και στην πρώιμη ενηλικίωσή μας ο έρωτας που θα έρθει, απομακρύνοντας την αίσθηση του χρόνου και του θανάτου, μας κάνει να νιώθουμε αιώνιοι και παντοδύναμοι, το κύλισμα της ζωής, η επαναφορά μας στην κατάσταση του θνητού και οι συσσωρευμένες εμπειρίες θα μάς παράσχουν το συναρπαστικά βαρύ προνόμιο της συνείδησης της ιστορικότητάς μας. Η συνείδηση αυτή συνδέεται αφενός με τη συναίσθηση τού θανάτου, τον συσσωρευμένο χρόνο και τις εμπειρίες και, αφετέρου, με τη δυνατότητά μας να παρατηρούμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας ζώντας μέσα στις προσωπικές και τις συλλογικές εμπειρίες, την ίδια ώρα που μπορούμε να αποστασιοποιούμαστε από αυτές.
Η Ιστορία μάς ακολουθεί γιατί είναι ταυτοχρόνως η Ιστορία της μικρής μας ύπαρξης. Αυτής που, όταν ζει τα πρώτα χρόνια της διάπλασής της, ευάλωτη και αδιαμόρφωτη καθώς είναι, νομίζει πως είναι –και είναι– αδύναμη και ανασφαλής, εκτεθειμένη σε κάθε είδους κίνδυνο. Το αίσθημα αυτό θα το ανατρέψει η εφηβεία, η νεότητα και ο έρωτας και θα το αντικαταστήσει με τη βεβαιότητα παντοδυναμίας που τα συνοδεύει. Τότε που νομίζουμε ότι είμαστε αθάνατοι. Για να κινηθούμε –αν η ζωή το επιτρέψει και ο θάνατος δεν έρθει πρώιμα– στα ώριμά μας χρόνια, όταν πια θα ξέρουμε ή θα νομίζουμε ότι ξέρουμε, μέσα από εμπειρίες, σκέψεις και βιώματα, πόσο ευάλωτοι και πεπερασμένοι είμαστε. Πόσο κοντά είναι κάθε στιγμή η ανατροπή των πραγμάτων. Και ο αναπόδραστος θάνατος. Τότε που θα νομίζουμε πως είμαστε απλά ένα μικρό στίγμα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος – πάντα όμως με πείσμα ζωής και δημιουργίας, με πάθος απόλαυσης της ομορφιάς και της ουσίας. Και με τη φιλοδοξία η σκόνη που σύντομα πρόκειται αμείλικτα να γίνουμε να πέσει σε γόνιμο έδαφος, να θρέψει κορμούς και ρίζες της ζωής που έπεται χωρίς εμάς – αλλά πάντα, με κάποιον πλάγιο τρόπο, και με εμάς.
Χάρη στην αλληλουχία των πραγμάτων. Χάρη στην Ιστορία.
* Το κείμενο βασίζεται εν μέρει σε ομιλία της συγγραφέως κατά την απονομή του Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου - Στ. Πνευματικού, τον Δεκέμβριο του 2013.
* Η Μαρία Δ. Ευθυμίου είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΠΗΓΗ: Capital.gr