Μετά τους "Σφήκες" της Λένας Κιτσοπούλου και η "Μήδεια" που παρουσίασε προχθές και χθες στην Επίδαυρο ο επιφανής Φρανκ Κάστορφ αποδοκιμάστηκε από μερίδα των θεατών. Το θεωρώ καταρχήν ευοίωνο. Δείγμα υγείας.
Στην αρχαία Αθήνα, στις γιορτές όπου παίζονταν τα καινούργια έργα, ο κόσμος σηκωνόταν από τα άγρια χαράματα και κατευθυνόταν, με κάρα και με γαϊδουράκια, κι από τους μακρινότερους δήμους προς το θέατρο. Ο κάθε συγγραφέας (που τελούσε συνάμα χρέη σκηνοθέτη, ίσως και μουσικού και ηθοποιού), είχε στη διάθεσή του μια ολόκληρη μέρα για να παραστήσει τρεις τραγωδίες κι ένα σατυρικό δράμα. Οι Αθηναίοι προσφάιζαν στις κερκίδες με σύκα, με καρύδια και ξερά κρεμμύδια. Εάν όσα έβλεπαν τους δυσαρεστούσαν, εκτόξευαν τα φαγώσιμα στη σκηνή. Απονέμονταν στο τέλος και έπαθλα. Ο μέγας Ευριπίδης ήταν πολύ συχνά μέγας αδικημένος. Τα έργα του κρίνονταν ανάξια βράβευσης.
Στην Αθήνα -και στη Σύρο και στην Κωνσταντινούπολη και σε όποιο μέρος εμφανίζονταν ελληνικοί θίασοι στα τέλη του 19ου, στις αρχές του 20ου αιώνα- επικρατούσε το έθιμο του μαξιλαρώματος. Οι θεατές, από ειλικρινή αγανάκτηση ή απλώς για πλάκα, τραβούσαν τα μαξιλάρια κάτω από τους πισινούς τους και σημάδευαν τους ηθοποιούς. Ώσπου ένας θεατρώνης τα κάρφωσε στα καθίσματα.
Η τέχνη πρέπει να είναι ρηξικέλευθη. Αυθάδης. Να θέτει επικίνδυνα ερωτήματα, να κλονίζει τις βεβαιότητες μας. Μέχρι και να εξοργίζει. Αλίμονο εάν απλώς μας διασκεδάζει και μας κολακεύει "ηδυσμένω λόγω". Μακάρι ο θεατής, ο ακροατής, ο αναγνώστης να νοιώθει εσωτερικούς σεισμούς. Να κλείνει το βιβλίο, να βγαίνει από το θέατρο ή από τον κινηματογράφο αλλαγμένος. Όποτε μου έχει κάτι τέτοιο συμβεί -με το "Κιβώτιο" του Αλεξάνδρου ή με την "Κασέτα" της Αναγνωστάκη, για να περιοριστώ σε Έλληνες μακαρίτες δημιουργούς- ένοιωσα ευγνώμων.
Διαβάστε περισσότερα στο thetoc.gr