Η μουσική ήταν για την Κοκό Σανέλ σαν ένα άρωμα: γέμιζε, για την κορυφαία couturière, όλες τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Όχι τυχαία, έγινε πηγή έμπνευσης για την πιο θρυλική αρωματική δημιουργία της, το No5.
Η πρώτη επαφή της με τη μουσική ήταν οι θρησκευτικοί ύμνοι που έψαλλαν στο καθολικό ορφανοτροφείο όπου εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα της μαζί με τα αδέρφια της όταν, σε ηλικία 12 ετών, έχασε τη μητέρα της από φυματίωση. Αργότερα, όταν τραγουδούσε επιτυχίες των αρχών του 20ου αιώνα σε ένα καφέ στην πόλη Μουλέν -όπου πήρε το όνομά της από το κομμάτι «Qui qu’a vu Coco»- η μουσική έγινε για εκείνη ένα μέσο απόδρασης και ονείρου για μια καλύτερη ζωή.
Όταν τραγουδούσε επιτυχίες των αρχών του 20ου αιώνα σε ένα καφέ στην πόλη Μουλέν -όπου πήρε το όνομά της από το κομμάτι «Qui qu’a vu Coco»- η μουσική έγινε για εκείνη ένα μέσο απόδρασης και ονείρου για μια καλύτερη ζωή.
Μοιράστηκε το πάθος της με ερμηνεύτριες όπως η τραγουδίστρια της όπερας Μάρθα Νταβέλι ή η πιανίστρια Μίσια Σερτ, μούσα για συνθέτες της αβανγκάρντ. Μερικοί από τους πιο χαρισματικούς μουσικούς της εποχής της, όπως και προσωπικότητες των εικαστικών τεχνών και της λογοτεχνίας, συνέθεσαν σταδιακά τον κύκλο των στενότερων φίλων της.
Κανένα φλερτ της με τον κόσμο της μουσικής, ωστόσο, δεν συγκρίνεται με αυτό που έζησε με τον Ιγκόρ Στραβίνσκι. Τα έργα που συνέθεσε ο σπουδαίος συνθέτης για τον θίασο Les Ballets Russes του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, «Ιεροτελεστία της άνοιξης», «Πετρούσκα» και «Το Πουλί της Φωτιάς», άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στη γαλλική μουσική. Η Σανέλ αντιλήφθηκε από νωρίς τη σπουδαιότητά τους, χρηματοδοτώντας την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» και φιλοξενώντας τον Ρώσο μουσικοσυνθέτη μαζί με την οικογένειά του στη βίλα της στην παριζιάνικη συνοικία Γκαρς.
Κατόπιν ο Στραβίνσκι συνέθεσε ένα κομμάτι για πιάνο, τα «Πέντε δάχτυλα» («Les cinq doigts»). Η απλότητά του, η οικονομία των μέσων του ενέπνευσαν το αριστούργημα που με τη σειρά της η Σανέλ συνέθεσε με αρωματικές νότες σε μια υπέροχα αρμονική συμφωνία, το θρυλικό N°5.
Ο Στραβίνσκι συνέθεσε ένα κομμάτι για πιάνο, τα «Πέντε δάχτυλα» («Les cinq doigts»). Η απλότητά του, η οικονομία των μέσων του ενέπνευσαν το αριστούργημα που με τη σειρά της η Σανέλ συνέθεσε με αρωματικές νότες σε μια υπέροχα αρμονική συμφωνία, το θρυλικό N°5.
Στη διάρκεια των twenties η Γαλλία ανακάλυψε την τζαζ και η Σανέλ τα ξέφρενα πάρτι, στα οποία ο κόσμος προσπαθούσε να ξορκίσει τα τραύματα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Παρίσι συνέρρεε στο καμπαρέ Bœuf sur le Toit, μαγνητισμένο από τους φρενήρεις ρυθμούς που παρέπεμπαν στην Αφρική και τη Νότιο Αμερική. Η Κοκό προσάρμοσε τα ρούχα και τα αξεσουάρ της έτσι ώστε να προσφέρουν απόλυτη ελευθερία χορευτικών κινήσεων.
Την ίδια εποχή, υποστήριξε το έργο της «Ομάδας των Έξι» («Le Groupe des Six»), όπως την αποκαλούσε ο Ζαν Κοκτό, μουσικοί (Πουλένκ, Ωρίκ, Χόνεγκερ, Ντάριους, Μιγιώ, Ταϊγεφέρ) που μπόλιασαν την παριζιάνικη σκηνή με ελαφρότητα και χιούμορ, και χρηματοδότησε δύο ορχήστρες που έπαιζαν σύγχρονη μουσική (Orchestre Symphonique de Paris, La Sérénade).
Σε αδιάκοπη επαφή με το πνεύμα της εκάστοτε εποχής, η Σανέλ παρακολουθούσε τις μουσικές εξελίξεις έως και τη δεκαετία του ’60, όταν ταξίδεψε, μάλιστα, στο Λονδίνο για να απολαύσει από κοντά μια συναυλία των Beatles. Η μουσική, από την πλευρά της, της ανταπόδωσε το πάθος ποικιλοτρόπως – μεταξύ άλλων, μέσα από ένα επιτυχημένο μιούζικαλ που ανέβηκε τo 1969 στο Μπρόντγουεϊ με το όνομά της («Coco») και πρωταγωνίστρια την Κάθριν Χέπμπορν.
Δείτε ένα βίντεο για την παθιασμένη σχέση της Κοκό Σανέλ με τη μουσική:
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram
Φωτογραφίες: Chanel