Ήταν ένα καυτό απόγευμα του Ιουνίου, δεκαετία του '80, λίγο πριν το σπίτι ξυπνήσει από την απογευματινή του σιέστα. Διάβασα Βαβούρα και γελούσα με τα προβλήματα των πολυεκατομμυριούχων της τελευταίας σελίδας, που προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν τα άπειρα χρήματά τους, αλλά αυτά πάντοτε επέστρεφαν. Η μητέρα μου μπήκε στο δωμάτιο. «Κοίτα τι σου σου έστειλε η φίλη μου η Βενετία» λέει, δείχνοντάς μου ένα τόσο δα κουτάκι. «Σε αγαπάει η Βενετία».
Ανοίγω το δώρο μου με την ανυπομονησία της πιτσιρίκας που δεν έχει μάθει να κοντρολάρει τίποτα, πόσο μάλλον τη συμπεριφορά της.
Εμφανίζεται ένα βραχιόλι, για το χέρι -έτσι τουλάχιτον το εξέλαβα τότε. Το φοράω μεμιάς στον καρπό αλλά αυτό πέφτε. «Είναι πολύ μεγάλο» διαμαρτύρομαι. «Μάλλον για σένα το πήρε» συμπεραίνω βιαστικά, απευθυνόμενη στη mama. «Όχι καλέ, για το πόδι είναι».
Για το πόδι; Βραχιόλι για το πόδι; Αλήθεια; Υπάρχει κάτι τόσο αντικανονικό; Και τόσο όμορφο; Ξετρελάθηκα. Πάντα αγαπούσα τις ανάποδες χρήσεις των πραγμάτων. Το κόσταρα με υπερηφάνεια ότι κάνω κάτι πολύ επαναστατικό. Οι φίλες μου ενθουσιάστηκαν. Αγόρασαν κι αυτές -ήταν η εποχή που μιμούμασταν το στυλ και κυκλοφορούσαμε όλοι σαν κλώνοι.
Έκτοτε το βραχιόλι για τον αστράγαλο έγινε κάτι σαν φετίχ. Ήταν εκεί στα πρώτα βήματα στο clubbing, στα πρώτα μαυρίσματα με χαμηλό δείκτη προστασίας, στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, μέχρι και στα πρώτα interview για δουλειά. Η επίσημη ορολογία του είναι anklet. Μάλιστα.
Υπάρχει μία καχυποψία απέναντί του, μια διαστρεβλωμένη αντίληψη, ότι και καλά είναι λαϊκό ή ακόμα και δεύτερο, ή ακόμα και μπανάλ. Οι ταμπέλες υπάρχουν όμως για να καταρρίπτονται και εγώ το απολαμβάνω αυτό το τρεντ, με δόξα και τιμή. Άλλωστε, είναι το μόνο κόσμημα που με κάνει και αισθάνομαι πάλι παιδί. Άσε που με το μαγιό ταιριάζει φούστα-μπλούζα.