Παρίσι 1995,
Οι δρόμοι έχουν γεμίσει με αφίσες από την έκθεση «Carnets Africains», του γνωστού φωτογράφου Peter Beard. Στο Centre National De La Photographie βλέπω την ωραιότερη έκθεση φωτογραφίας της ζωής μου. Μοναδικής χάρης.
Οι εικόνες, τα κολάζ και τα υπέροχα ημερολόγια του με συναρπάζουν τόσο πολύ -για μέρες τριγυρνάνε τα κάδρα του στο μυαλό μου.
Θαύμαζα και θαυμάζω την δουλειά του αλλά και την προσωπικότητα του. Αυτά τα δυο πάντα συνδέονται. Πάντα.
Λίγες μέρες μετά την έκθεση πήγα, όπως συνήθιζα, στο πολυαγαπημένο μου Café de Flore.
Έχω περάσει ώρες ατελείωτες στην εσωτερική του αίθουσα, με ένα τετράδιο για να σημειώνω τις σκέψεις αγκαλιά με τα όνειρα μου και μια φωτογραφική μηχανή στην τσάντα μου.
Εκείνη την ημέρα στο απέναντι τραπέζι κάθετε μια παρέα. Αν κάτι λατρεύω είναι να «παρακολουθώ» πρόσωπα και φιγούρες. Όλοι μιλούν κάνοντας έντονες κινήσεις με τα χέρια τους, ένας άντρας ξεχωρίζει ανάμεσα τους. Είναι βυθισμένος σε αυτό που κάνει. Γράφει σε ένα παχύ σημειωματάριο. Είναι ο γοητευτικός φωτογράφος Peter Beard.
Δε σταμάτησα να κρυφοκοιτάζω κάθε του κίνηση, κάθε του ματιά.
Την επόμενη μέρα, στο ίδιο τραπέζι, η ίδια παρέα και εγώ ξανά σε ρόλο «κατασκόπου». Και τι δε θα έδινα για να του μιλούσα ή και ακόμα να τον φωτογράφιζα.
Και μόνο στις σκέψεις, έτρεμαν τα πόδια μου.
Την τρίτη μέρα, στο ίδιο σημείο, στο ίδιο τραπέζι, τον βλέπω να είναι μόνος του. Γράφει στο πληθωρικό σημειωματάριο του. Είναι ένα από τα υπέροχα ημερολόγια του. Δε μπορώ να καταλάβω ακόμα πως βρήκα το θάρρος να πλησιάσω το τραπέζι του και να του μιλήσω. Οφείλω να ομολογήσω ότι οι χτύποι τις καρδιάς μου ήταν τόσο δυνατοί, που νόμιζα ότι θα τους ακούσει. Του εξέφρασα τον ενθουσιασμό μου για την έκθεση του.
Αν και ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του με ευχαρίστησε και με ρώτησε πώς με λένε, ποια είναι η καταγωγή μου και τι κάνω στο Παρίσι.
«Με λένε Ολυμπία, είμαι Ελληνίδα και φωτογραφίζω. Λατρεύω τα πορτραίτα και θα ήθελα παρά πολύ να σας φωτογραφίσω». Οι λέξεις έβγαιναν χωρίς ανάσα και ταυτόχρονα ένιωθα να κοκκινίζω.
«Που είναι η μηχανή σου;» μου λέει και χαμογελάει. Αστραπιαία βγάζω με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις την Nikon μου από την τσάντα.
«Μόνο ένα κλικ» λέει κλείνοντας το μάτι και με περιορίζει.
«Μόνο ένα κλικ θέλω» του απαντώ και γυρίζω στο τραπέζι μου, από εκεί που τον έβλεπα όλες αυτές τις μέρες.
Θα μπορούσα να τον είχα βγάλει μια πιο κοντινή φωτογραφία, αλλά σε αυτό το ένα μοναδικό κλικ ήθελα να αποτυπώσω όλη αυτή την ατμόσφαιρα της στιγμής.Της στιγμής που κρυφά τον παρακολουθούσα όλες αυτές τις ημέρες, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια πάντα θέση.
Την επόμενη ημέρα ξανά πήγα με την ελπίδα να τον δω.
Και τη μεθεπόμενη ημέρα, μήνες και χρόνια.
Δεν τον είδα ποτέ ξανά.
Δείτε την απίστευτα ατμοσφαιρική φωτογραφία της Ολυμπίας Κρασαγάκη: