Η παράσταση αρχίζει κατά κάποιον τρόπο τη στιγμή που μπαίνουμε στο θέατρο. Η αίθουσα είναι ήδη σκοτεινή, η Θεοδώρα Τζήμου έχει πάρει θέση πάνω στη σκηνή, μπροστά στο μικρόφωνο, και σαν σε περφόρμανς, παρακολουθεί αμίλητη τους θεατές να οδηγούνται από τον ταξιθέτη στα καθίσματά τους. Ή μπορεί και να είναι απόλυτα απορροφημένη από το θεατρικό κείμενο που παίζει στο μυαλό της. Έχει άλλωστε μπροστά της έναν απαιτητικό ρόλο. Έναν μονόλογο που είχε πρωτοανεβεί στο σανίδι πριν από περίπου μία δεκαετία, τότε σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Άννας Κοκκίνου, με μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία.
Και ξαφνικά ξεκινούν οι διαδοχικές μεταμορφώσεις της. Πρώτα σε Ρίκα, στην κεντρική ηρωίδα, μια γυναίκα που ζει ράβοντας φορεματάκια για κούκλες και για κοριτσάκια και για λίγο μεγαλύτερα κορίτσια που τους αρέσουν τα κουκλίστικα φορέματα. Μετά σε κυρία Αστερίου, στην πελάτισσά της με την οποία η Ρίκα έχει έναν μεγάλο καβγά, που γύρω απ' αυτόν αρχίζει να υφαίνεται η ιστορία.
Διάφορα πρόσωπα μπαίνουν το ένα μετά το άλλο στον μονόλογο του «Λα Πουπέ», το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, που ουσιαστικά δεν είναι μονόλογος παρότι όλοι οι χαρακτήρες ενσαρκώνονται από την ίδια ηθοποιό. Ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν σάρκα και οστά αλλά είναι μια χαλκομανία στο τζάμι, όπως ο σκαραβαίος, η μετενσάρκωση ενός μεταφραστή, του προηγούμενου νοικάρη του διαμερίσματος που πλέον κατοικεί η Ρίκα.
Η «Λα Πουπέ», παρά το χαριτωμένο όνομά της, εξελίσσεται σε ψυχολογικό θρίλερ σε αθηναϊκό διαμέρισμα. Η παιδική ηλικία της Ρίκας με μια κομβική τραγωδία γίνεται εφιαλτική λούπα στην οποία η γυναίκα-κορίτσι εγκλωβίζεται στην ενήλικη ζωή της.
Η «Λα Πουπέ», παρά το χαριτωμένο όνομά της, εξελίσσεται σε ψυχολογικό θρίλερ σε αθηναϊκό διαμέρισμα. Η παιδική ηλικία της Ρίκας με μια κομβική τραγωδία γίνεται εφιαλτική λούπα στην οποία η γυναίκα-κορίτσι εγκλωβίζεται στην ενήλικη ζωή της. Η ζάχαρη άχνη γίνεται ντόπα σε αναζήτηση της ευχαρίστησης. Οι κούκλες γίνονται ανατριχιαστικά κουρδιστά παιχνίδια που τραγουδούν φράσεις που μάταια προσπαθούν να ακουστούν καθησυχαστικές. Οι παιδικές μελωδίες γίνονται dark ηλεκτρονικοί ήχοι, στα μουσικά ιντερλούδια που έγραψε η Μαριλένα Ορφανού (Someone Who Isn't Me) ειδικά για την παράσταση και που ερμηνεύει η Τζήμου. Η ίδια η Ρίκα γίνεται μια κουρδιστή κούκλα, με ένα φορεματάκι που έραψε για τον εαυτό της χωρίς να αφαιρέσει τις καρφίτσες από μέσα. Οι αιχμηρές γωνιές της παιδικής ηλικίας γίνονται τραύματα της ενήλικης ζωής. Τα μικρά, καθημερινά γίνονται αφορμές να μιλήσουμε για τα μεγάλα: τη μοναξιά, τις οικογενειακές σχέσεις, το μίσος.
Η σκηνοθέτης Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου κόβει και ράβει αποφασιστικά τις πράξεις του έργου.
Η σκηνοθέτης Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου κόβει και ράβει αποφασιστικά τις πράξεις του έργου. Η θεατρική ζωντάνια εμπλουτίζεται με κινηματογραφικό ρυθμό, τα φυσικά σκηνικά του θεάτρου ντύνονται ψηφιακά με βιντεοπροβολές. Όλα αυτά κλιμακώνουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ενώ ο σκαραβαίος επιστρέφει ξανά και ξανά για να πει με τη βραχνή φωνή του τα ανείπωτα. Η απάντησή του στο ερώτημα «Γιατί οι οδηγοί είναι το χειρότερο είδος ανθρώπου;» στοιχειώνει τη Ρίκα και τους θεατές της «Λα Πουπέ» για καιρό μετά. Μπορεί ωστόσο να υπάρξει λύτρωση, αν και θα έρθει από εκεί που δεν το περιμέναμε. Η «Λα Πουπέ» είναι δεόντως επίκαιρη και ηλεκτρισμένη.
Info
«Λα Πουπέ», μέχρι 23/4 κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 19.00 και από 5/5 κάθε Κυριακή στις 21.00 στο Από Μηχανής Θέατρο, Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, amtheater.gr
Κείμενο: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης. Σκηνοθεσία/Βίντεο: Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου. Κοστούμια: Μιράντα Θεοδωρίδου. Μουσική: Μαριλένα Ορφανού (Someone Who Isn’t Me). Διεύθυνση φωτογραφίας/Still photography/Σχεδιασμός φώτων: Νίκος Βούλγαρης. Μοντάζ: Θοδωρής Καπετανάκης. Σχεδιασμός βιντεοπροβολής/ Mapping: Διονύσης Σιδηροκαστρίτης. Γραφιστικά: Θεόδωρος Γιαλάογλου. Ερμηνεύει: Θεοδώρα Τζήμου.