Η "Μαντάμα Μπατερφλάι" αποτελεί σήμερα μία από τις πιο δημοφιλείς όπερες και σταθερό πυλώνα του ρεπερτορίου κάθε λυρικού θεάτρου ανά την υφήλιο. Παράδοξο, αν σκεφtούμε ότι η πρεμιέρα της στη Σκάλα του Μιλάνου τον Φεβρουάριο του 1904 αποτέλεσε μεγάλη αποτυχία, ίσως επειδή –υπό το φως της μεγάλης εχθρότητας των Ιταλών για την αρ νουβό– υπήρχε η αίσθηση μόλυνσης της καθαρότητας της ιταλικής μουσικής!
Ο Πουτσίνι τη συνέθεσε, επηρεασμένος από "λαϊκό" θεατρικό έργο που είχε παρακολουθήσει στο Λονδίνο και αντιλαμβανόμενος απόλυτα τη σημασία τηςαντιπαράθεσης των δύο πολιτισμών, του εξωτικού-ιαπωνικού και του δυτικού αμερικανικού, στοιχείο που αποτέλεσε εξάλλου και την πηγή της μουσικής του έμπνευσης. Ο ίδιος δεν δίσταζε να τη χαρακτηρίσει ως την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ η αλαβάστρινης όψης ηρωίδα της κατέληξε ν’ αποτελεί σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από το μοιραίο έρωτα/γάμο της 15χρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν με τον υποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ Πίνκερτον. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπατερφλάι. Εκείνη δέχεται να τους παραδώσει το παιδί, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί. Το έργο συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα, με την πρόδηλα μελωδική μουσική, τις υπέροχες άριες και χορωδιακά, αλλά και τον δραματικό της χαρακτήρα. Οι σταδιακές τροποποιήσεις που επέφερε ο Πουτσίνι άμβλυναν, βέβαια, την αρχική αιχμηρή σκιαγράφηση προσώπων και καταστάσεων προς όφελος ενός κάποιου αστικού καθωσπρεπισμού.
Διαβάστε περισσότερα στο athinorama.gr