Κουνάω νευρικά τα πόδια μου κάτω από το γραφείο, σφίγγω τα δάχτυλά μου, τσιμπολογάω συνέχεια, δαγκώνω τα χείλη μου, τεντώνομαι κάθε τρεις και λίγο και παίρνω συνέχεια βαθιές ανάσες. Είμαι άκαπνος 28 ώρες. Το κόψιμο του τσιγάρου είναι πολύ ζόρικο αλλά κρύβει μια υπόγεια γνώριμη ηδονή μέσα του. Δεν έχω καταλάβει ακόμη πoια.
Κάθε πρωί, γύρω στις 8 π.μ. το τασάκι μου στέκεται στο τραπέζι άδειο και περιμένει. Είναι το πέμπτο κατά σειρά πράγμα που αγγίζω αφού ανοίξω τα μάτια μου. Είναι πήλινο, γαλάζιο και στρογγυλό, στο ύψος ενός αναπτήρα και στη διάμετρο των δέκα περίπου εκατοστών. Δεν είναι ματ, γυαλίζει ελαφρώς και έχει μια μικρή ατέλεια στην περίμετρό του, κάτι σαν στόμιο κανάτας. Ήταν δώρο μιας φίλης. Από τα πρώτα της πονήματα στην αγχολυτική τέχνη της κεραμικής, για αυτό και το στρογγυλό του σχήμα έχει αυτήν την ατέλεια. Κάπου της ξέφυγε μια λεπτομέρεια, σαν στόμιο, που το κάνει να μοιάζει με περίεργη κοντόχοντρη κανάτα που σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν, με διαφορετικές αναλογίες, θα μπορούσε να σερβίρει γάλα. Έχω αναπτύξει μια σχέση εξάρτησης με αυτό το τασάκι. Μια κούπα espresso, το τασάκι μου και το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Έτσι αρχίζουν όλες οι ημέρες και έτσι τελειώνουν, με ένα τσιγάρο στα χείλη.
Ακόμη θυμάμαι την ημέρα που έφαγα κλήση για ρύπανση από την Δημοτική Αστυνομία της Γλασκόβης όταν είχα πετάξει τη γόπα από το αποτελειωμένο τσιγάρο μου έξω ακριβώς από το GOMA. Εκεί, ανάμεσα στις πόρτες της Gallery of Modern Art και του αγάλματος του Δούκα του Ουέλινγκτον που φορούσε έναν φωσφορίζον πορτοκαλί κώνο στο κεφάλι (εικαστική παρέμβαση), ένιωσα στα πόδια ένα τρέμουλο και στο κεφάλι μου μια φωνή, τη δική μου φωνή, να λέει «δεν έχεις μαζί σου ταυτότητα». Δύο δημοτικοί αστυνομικοί μου έκαναν νόημα να πάω προς το μέρος τους. Είχα δει ότι με κοίταζαν ώρα, αλλά πίστευα ότι με θαύμαζαν για το μαυρισμένο δέρμα μου – ήταν Αύγουστος και είμαι από την Ελλάδα σκέφτηκα. Μα όχι, μόλις είχα ρυπάνει το περιβάλλον και το άγρυπνο μάτι τους με είχε δει. Εάν δεν είχα δώσει ψευδή στοιχεία θα έπρεπε να πληρώσω 80 λίρες στο κράτος. Τελικά το χρέος επωμίστηκε κάποιος με ίδιο όνομα αλλά διαφορετικά ψηφία ταυτότητας, αυτά δηλαδή που κατέβασα από το μυαλό μου. Ζήτησα συγνώμη πολλές φορές για να γλιτώσω την εξακρίβωση και χρειάστηκε σταθερή ομιλία και περίσσιο αθώο βλέμμα για να τους πείσω ότι τους έδινα τα σωστά στοιχεία.
Το τσιγάρο είναι η πλέον μακρόχρονη σχέση που έχω συνάψει. Με ακολουθεί παντού.
Όταν ήμουν φοιτητής, πίστευα ότι ένα τσιγάρο στη στάση θα επιταχύνει το λεωφορείο να φτάσει. Πολλές φορές, ενώ πληκτρολογώ στη δουλειά, κρατάω ένα σβηστό τσιγάρο και κάνω ότι το καπνίζω. Όταν χορεύω, κουνάω ρυθμικά το τσιγάρο μου στο σκοτάδι όπως έκαναν παλιά οι ravers. Δυστυχώς, ακόμη και όταν οδηγώ μηχανή καπνίζω πια. Κόντρα στον άνεμο. Τι κρίμα.
Προσπάθησα κάποια στιγμή να το γυρίσω σε αυτά τα new age τσιγάρα που κυκλοφορούν και σου υπόσχονται απόλαυση χωρίς πίσσα. Πήγα σε ένα σχετικό κατάστημα στη γειτονιά που είτε ο εξαερισμός δε δούλευε είτε κάποιο ειδικό εφέ γέμιζε το χώρο με ατμό. Φτάνοντας στο ταμείο, η κουβέντα για αντιστάσεις που καίγονται, υγρά που μυρίζουν αμύγδαλο, φράουλα ή καπνό, μπαταρίες που επαναφορτίζουν και εντάσεις νικοτίνης με είχε απογοητεύσει.
Το ηλεκτρονικό τσιγάρο θυμίζει φτηνή πένα, από αυτές που σου κάνουν δώρο οι συμμαθητές σου στο γυμνάσιο και δε θυμίζει σε τίποτα την αυτοφλεγόμενη γλυκιά ατόφια παρακμή ενός κανονικού τσιγάρου.
Παρόλα αυτά, δοκίμασα για ένα διάστημα την τύχη μου με αυτό. Μάταια όμως. Μετά από ένα μήνα περίπου ήμουν εθισμένος και στο κανονικό και στο ηλεκτρονικό τσιγάρο μαζί και μάλιστα μου πήρε τέσσερις μήνες να διαλέξω έναν εθισμό από τους δύο, διαλέγοντας φυσικά τον παλιό μεγάλο έρωτα.
«Το κάπνισμα του τσιγάρου είναι ο μεγαλύτερος βαθμός οικειότητας που μπορούμε να αποκτήσουμε με τη φωτιά χωρίς φόβο άμεσου τσουρουφλίσματος. Κάθε καπνιστής είναι μια ενσάρκωση του Προμηθέα. Το πνευμόνι του καπνιστή είναι μια γυμνή παρθένα που αφιερώνεται θυσία στο θεό της φωτιάς». Έτσι είχε γράψει ο Τομ Ρόμπινς στον Τρυποκάρυδο. Όταν λέω ότι θα πετάξω τα τσιγάρα μου μελαγχολώ. Φαντάζομαι ένα θερινό σινεμά χωρίς τον καπνό να διαπερνά τις δέσμες φωτός που κατευθύνονται προς την οθόνη. Σκέφτομαι ότι είναι Ιούλιος, ότι η ταινία «Coffee and Cigarettes» του Jim Jarmusch με την εξαιρετική χρήση των διαλόγων πάνω από ένα τραπέζι με καφέδες και τσιγάρα παίζει στο λευκό πανί. Δεν μπορώ να δω αυτό το φιλμ με τους Roberto Benigni, Tom Waits, Cate Blanchett, Jack White και πολλούς ακόμη χωρίς να καπνίζω.
«Όταν στην Νέα Υόρκη απαγορεύτηκε το κάπνισμα τους εργασιακούς χώρους, παραιτήθηκα. Όταν απαγορεύτηκε στα εστιατόρια, έπαψα να τρώω έξω και όταν η τιμή του πακέτου έφτασε στα εφτά δολάρια, μάζεψα τα πράγματά μου και πήγα στη Γαλλία. Ήταν δύσκολο να βρω τα τσιγάρα που καπνίζω εκεί, αλλά δεν πειράζει. Τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, επέστρεφα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι κούτες με τσιγάρα κόστιζαν μόνο 20 δολάρια στα duty-free και κάθε φορά που πετούσα πίσω προς το Παρίσι, αγόραζα δεκαπέντε από αυτές πριν επιβιβαστώ στο αεροπλάνο», γράφει ο David Sedaris στο New Yorker το 2008, την ίδια χρονιά που εξέδωσε και το βιβλίο του με τίτλο «Όταν σας έχουν τυλίξει οι φλόγες», στο οποίο ο συγγραφές ταξιδεύει μέχρι το Τόκιο για να κόψει το τσιγάρο.
Θέλω να κόψω το κάπνισμα και νιώθω ότι τώρα, στο κατώφλι μιας νέας ηλικιακής δεκαετίας έχω μια καλή αφορμή. Με φαντάζομαι να πίνω χυμό πορτοκάλι κάθε πρωί και να κάνω μεγάλες κινήσεις με τα χέρια μου κάθε φορά που μιλάω, αντί να ρουφάω με μανία μία γόπα. Έχω πολλά όνειρα που με θέλουν να τρέχω τρία χιλιόμετρα χωρίς να λαχανιάζω και να κολυμπάω στη θάλασσα χωρίς να πνίγομαι. Ένας καπνός των 30gr μου κρατά περίπου 2 ημέρες. Μόλις έκλεισα 28 ώρες από τη στιγμή που πέταξα το τελευταίο μου τσιγάρο. Ήταν το τελευταίο γιατί θέλω να πιστεύω ότι τελείωσα όλα τα διαθέσιμα τσιγάρα που μου αναλογούσαν και τώρα πια δεν δικαιούμαι άλλο. Δεν θέλω πια να είμαι καπνιστός, θέλω να είμαι νερόβραστος. Θέλω να σκέφτομαι ότι κάπνιζα για πολλά χρόνια μέχρι που δεν κάπνιζα πια.