Η παιδική χαρά της Θερμής, εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα, ήταν εντελώς έρημη. Μια σπάνια ευκαιρία να απολαύσει ο γιος μου τις κούνιες και το γύρω-γύρω όλοι χωρίς τον κίνδυνο να τον σπρώξουν και να τον ρίξουν κάτω τα μεγαλύτερα παιδιά, που συχνά, άθελά τους, τρέχουν και παίζουν με φόρα ανεξέλεγκτη για ένα αδύναμο και αδέξιο νήπιο.
Όμως η ησυχία δεν κράτησε πολύ. Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά, όταν ανάμεσα στα παιχνίδια ξεχύθηκε ξαφνικά ένα τσούρμο από παιδιά και μαμάδες. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινες ότι ήταν πρόσφυγες, μάλλον από το κοντινό στρατόπεδο της Μόριας. Από τα παλιοκαιρισμένα, παλιομοδίτικα ρούχα, που έμοιαζαν βγαλμένα από στοίβα ανθρωπιστικής βοήθειας, και από τις μαντίλες που φορούσαν κάποιες από τις γυναίκες.
Με την πρώτη ματιά καταλάβαινες ότι ήταν πρόσφυγες, μάλλον από το κοντινό στρατόπεδο της Μόριας
Η φασαριόζικη εισβολή μου προκάλεσε, αρχικά, δυσαρέσκεια. Το θέαμα της μαντίλας με ξένισε, αναπόσπαστα συνδεδεμένο καθώς είναι στο μυαλό μου με μια κουλτούρα καταπιεστική για τις γυναίκες. Το πλήθος των παιδιών, ανεξαρτήτως εθνικότητας, μου ξύπνησε αναμνήσεις από άλλες παιδικές χαρές, με μεγαλύτερα παιδιά να παραγκωνίζουν κυριολεκτικά τον γιο μου από τα παιχνίδια, θεωρώντας τον μάλλον υπερβολικά αργοκίνητο και μικρό, ή τουλάχιστον να τον αντιμετωπίζουν σαν αόρατο, προκαλώντας του φανερή απογοήτευση.
Όμως ο γιος μου, ο Φίλιππος, στα δύο χρόνια της ζωής του ήταν, μάλλον, ακόμα πολύ μικρός για να αφήσει οποιαδήποτε απογοητευτική εμπειρία να του κόψει τα φτερά. Προτού προλάβω να αντιδράσω είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής από το γύρω γύρω όλοι, όπου ήδη δεκάδες στριμωγμένα παιδιά στροβιλίζονταν ιλιγγιωδώς. Θα μπορούσε να εκτοξευτεί μακριά, σπρωγμένος από την ταχύτητα του μεταλλικού τροχού, αν οι άλλες μαμάδες δεν είχαν επιδείξει γρηγορότερα αντανακλαστικά από τα δικά μου και δεν είχαν κοκαλώσει το παιχνίδι. Κατόπιν, το τσούρμο των προσφυγόπουλων δημιούργησε ένα μικροσκοπικό άνοιγμα, αρκετά μεγάλο για να χωρέσει το δίχρονο, που αμέσως μετά έκλεισε πίσω του σαν μια τεράστια αγκαλιά. Κάπως έτσι, ο γιος μου έκανε την πιο συναρπαστική και ταυτόχρονα ασφαλή βόλτα της μέχρι τότε ζωής του.
Το τσούρμο των προσφυγόπουλων δημιούργησε ένα μικροσκοπικό άνοιγμα, αρκετά μεγάλο για να χωρέσει το δίχρονο, που αμέσως μετά έκλεισε πίσω του σαν μια τεράστια αγκαλιά
Η σκηνή θα μπορούσε, φυσικά, θα εκτυλιχθεί σε οποιαδήποτε παιδική χαρά, με παιδιά ανεξαρτήτως εθνικότητας. Η ουσία δεν είναι ότι ένα προσφυγόπουλο μπορεί να επιδείξει μεγαλύτερη ευαισθησία από ένα Ελληνόπουλο. Αλλά εκείνη τη στιγμή ζωντάνεψαν μπροστά μου οι εικόνες του Γιάννη Μπεχράκη και των άλλων φωτορεπόρτερ που έχουν καταγράψει, μέσα στα χρόνια, το προσφυγικό δράμα και συνειδητοποίησα ότι όλα εκείνα τα παιδιά, που έβγαζαν το κεφαλάκι τους μέσα από παλιές βαλίτσες, που κοιμόνταν κατάχαμα στο βρεγμένο και παγωμένο έδαφος, που σχεδόν κρέμονταν από την αγκαλιά των εξουθενωμένων γονιών τους στη διάρκεια κάποιας περιπλάνησης στη μέση του πουθενά, δεν ήταν λιγότερο αληθινά από το δικό μου.
Τρία χρόνια μετά, κάθε φορά που καίγεται ένας καταυλισμός, δεν έχει σημασία από ποιον, κάθε φορά που μια ομάδα ανηλίκων προσφύγων εκδιώκεται από νοικοκυραίους, κάθε φορά που αναποδογυρίζει μια βάρκα και τα social media πλημμυρίζουν με σκατόψυχα σχόλια, αναρωτιέμαι τι να απέγιναν εκείνα τα προσφυγόπουλα της παιδικής χαράς κοντά στη Μόρια, που συναντήσαμε για λίγο, στην ακόμα και προ πανδημίας αποστειρωμένη μας ζωή.
Το λιγότερο στο οποίο μπορώ να ελπίζω, αφού δεν κατάφερα να τους ανταποδώσω την τρυφερή χειρονομία με καμία πράξη που να απέχει από τη φιλανθρωπία των προνομιούχων, είναι εκείνο το αγκάλιασμα να επιβιώνει έστω και σε κάποια πρωτόλεια μορφή στη μνήμη του Φίλιππου, ώστε μεγαλώνοντας, όταν θα έχει πια παρέλθει η εποχή του social distancing, να μη φοβάται ούτε τις φασαριόζικες εισβολές ούτε τα παλιοκαιρισμένα ρούχα.
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram
Photo: Παιδιά από τη Μόρια παίζουν σε δρόμο της Λέσβου μετά την καταστροφή του προσφυγικού καταυλισμού. EPA/DIMITRIS TOSIDIS