
Αυτή είναι η ιστορία μίας απίστευτα γενναίας και αφοσιωμένης μητέρας, της 40χρονης Μαρία Τάμπο που κατάφερε, έπειτα από μία τεράστια περιπέτεια, να φτάσει σε ένα μακρινό σημείο της ζούγκλας του Αμαζονίου διασχίζοντας με τα πόδια περισσότερα από 600 χιλιόμετρα, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να σώσει τα παιδιά της από την πανδημία του κορονοϊού. Η κάμερα του αμερικανικού CNN και ο ρεπόρτερ Γκιγιέρμο Γκάλντας ήταν εκεί για να καταγράψουν την συγκλονιστική διαδρομή της.
Η Μαρία Τάμπο, η οποία κατάγεται από ένα απομονωμένο χωριό του Αμαζονίου έφτασε στη Λίμα πολύ πριν η πρωτεύουσα της χώρας γίνει το επίκεντρο της πανδημίας, η οποία έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους. Σκοπός της ήταν να μπορέσει να σπουδάσει την μεγαλύτερη της κόρη που μόλις είχε κερδίσει υποτροφία Πανεπιστήμιο Universidad Científica del Sur.
Έτσι, η 40χρονη γυναίκα νοίκιασε ένα μικρό δωμάτιο κι έπιασε δουλειά σε εστιατόριο για να μπορεί να συντηρεί τα παιδιά της και να πληρώνει το νοίκι. Όταν όμως έφθασε η πανδημία στη χώρα τον περασμένο Μάρτιο η ζωή τους ανατράπηκε. Πάνω από το 70% των εργαζομένων έχασαν τις δουλειές τους, ανάμεσά τους και η Μαρία. Μετά από δύο μήνες καραντίνας και αφού όλα τα χρήματα της οικογένειας τελείωσαν, η Τάμπο αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό της στην περιοχή Ουτζαγιάλι. Αλλά με τα μέσα μαζικής μεταφοράς ακινητοποιημένα λόγω του lockdown η μόνη της επιλογή ήταν να καλύψει την απόσταση των 600 χλμ. με τα πόδια: «Γνωρίζω τους κινδύνους για μένα και τα παιδιά μου, αλλά δεν έχω άλλη εναλλακτική. Ή θα πεθάνουμε προσπαθώντας να ξεφύγουμε από εδώ ή θα λιμοκτονήσουμε στο δωμάτιό μας», είπε.
Η Μαρία κι οι κόρες της έφυγαν στις αρχές του Μαϊου από τη Λίμα την ώρα που η πανδημία εξαπλωνόταν παρά τα μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση . Φορώντας μάσκα στο πρόσωπο πήρε στην πλάτη τη μικρότερη, τη Μελέτς κι η Αμελί ανέλαβε τη φροντίδα της επτάχρονης Γιασίρα. «Το επικό ταξίδι μέσα από σκονισμένους αυτοκινητόδρομους, ράγες σιδηροδρόμων και σκοτεινούς επαρχιακούς δρόμους τις οδήγησε από το υψόμετρο των Άνδεων στο χωριό τους στο βροχοδάσος του Αμαζονίου.
Καταπτοημένη από την ταλαιπωρία η 40χρονη μάνα προσπαθούσε να νανουρίσει τη μικρή Μελέτς: «Δεν υπάρχει δρόμος, εσύ ανοίγεις τον δικό σου», σιγομουρμούριζε όπως ακούμε στο ρεπορτάζ του CNN. Την τρίτη μέρα του ταξιδιού ένας οδηγός φορτηγού τις βοήθησε και τις πήρε μέχρι την επόμενη πόλη, ενώ τους έδωσε και τρόφιμα για να τα βγάλουν πέρα για ένα κομμάτι της διαδρομής. «Είχα περπατήσει τόσο πολύ που νόμιζα ότι είχε φθάσει το τέλος μας», είπε με δάκρυα στα μάτια ευχαριστώντας τον σωτήρα τους.
Δείτε το βίντεο του CNN
Στη διαδρομή, η Μαρία έπρεπε να κάνει συνεχώς ελιγμούς στη διαδρομή της για να αποφεύγει τα μπλόκα, που είχε στήσει η αστυνομία προκειμένου να εμποδίσει τους κατοίκους της πρωτεύουσας να διασπείρουν σε αγροτικές περιοχές του Περού τον κορωνοϊό. Μέχρι στιγμής η λατινοαμερικανική χώρα θρηνεί 7.056 νεκρούς επί συνόλου 237.156 κρουσμάτων.
Λίγο πριν μπουν στη ζούγκλα η Μαρία και οι κόρες της, ένας αστυνομικός τις σταμάτησε στο Σαν Ραμόν. «Δεν μπορείς να μπεις εδώ με τα παιδιά σου», της είπε. Η μάνα διαπραγματεύτηκε και αναγκάστηκε να πει ψέμματα: «Επιστρέφω στο αγρόκτημά μου, όπου ζούμε εδώ και μια εβδομάδα», είπε. Ούτε κουβέντα ότι ερχόταν από τη Λίμα, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να περάσει ο αστυνομικός.
Μετά από επτά μερόνυχτα στο δρόμο κι έχοντας καλύψει πεζή 570 χλμ. η Μαρία Τάμπο και τα παιδιά της έφθασαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αλλά ένα τελευταίο εμπόδιο ορθωνόταν στο δρόμο τους. Η είσοδος στο χωριό απαγορευόταν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. «Τι θα γίνει αν μπει ένας φορέας εδώ; Πώς θα γλιτώσουμε; Ο μόνος αναπνευστήρας που διαθέτουμε είναι ο αέρας. Το κέντρο υγείας εδώ δεν έχει τίποτε για να πολεμήσει τον ιό», είπε ένας από τους προεστούς του χωριού, μέλος της φυλής Ασανίνκα. Αλλά η Μαρία είχε ήδη φθάσει στο σπίτι της. Διαπραγματεύτηκε με τους προεστούς και της έδωσαν την άδεια να επιστρέψει σπίτι της υπό τον όρο να μπει σε καραντίνα δύο εβδομάδων με τα παιδιά της.
Ένα βίντεο από τις εξεγέρσεις στους δρόμους της Λίμα, όπου οι πολίτες προσπαθούν να βρουν τρόπο για να διαφύγουν.
Με πληροφορίες από το CNN