Ήδη από την αρχή της κρίσης του κορονοϊού ο πρωθυπουργός της Σουηδίας, Στεφάν Λεβέν, είχε προειδοποιήσει τους πολίτες ότι θα χάσουν αγαπημένα τους πρόσωπα στον βωμό του να παραμείνει ανοικτή και δραστήρια. Περίπου δύο μήνες μετά η κατάσταση στην σκανδιναβική, εύπορη χώρα μοιάζει να έχει εκτροχιαστεί με την κυβέρνηση να έχει χάσει τελείως τον έλεγχο και αφού δεν μπορεί να συμμαζέψει πια την κατάσταση αρκείται ε'ίτε στο να επιμένει πως έχει κάνει το σωστό, είτε στο να παραδέχεται ότι συμβαίνουν ακρότητες αλλά ότι και αυτές είναι μέρος ενός γενικότερου σχεδίου.
Τώρα, ένα νέο, σοκαριστικό ρεπορτάζ του BBC φέρνει στο φως νέα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση στα σουηδικά νοσοκομεία, τα οποία, όπως όλα δείχνουν, αυτή τη στιγμή αδυνατούν να περιθάλψουν τους περισσότερους αρρώστους, αφήνοντας τους ουσιαστικά αβοήθητους.
Όπως αναφέρει ο Οργανισμός Δημόσιας Υγείας της Σουηδίας, το 48,9% των θανάτων του κορωνοϊού έως και τις 14 Μαΐου ήταν κάτοικοι οίκων ευγηρίας, ενώ η πλειονότητα των περίπου 3.700 νεκρών του κορωνοϊού στη Σουηδία είναι άνω των 70 χρόνων, σύμφωνα με τα στοιχεία και παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης περί προτεραιότητας των ευπαθών ομάδων.
Το BBC κάνει ξεχωριστή αναφορά στην περίπτωση ενός άντρα, του Lili Sedghi, που κατέληξε από κορωνοϊό σχεδόν αβοήθητος, σε οίκο ευγηρίας στα βόρεια της Στοκχόλμης. Τού χορήγησαν μορφίνη λίγες ώρες προτού πεθάνει, αλλά όχι και οξυγόνο. Το προσωπικό δεν κάλεσε καν ασθενοφόρο. «Κανείς δεν ήταν εκεί, πέθανε μόνος του. Είναι τόσο άδικο,» ανέφερε η κόρη του, η οποία δήλωσε οργισμένη για το θάνατό του, λέγοντας πως παρότι έβηχε και πονούσε, κανείς δεν κάλεσε γιατρό.
Τελικά ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε την περασμένη εβδομάδα να παραδεχθεί ότι το νοσηλευτικό σύστημα δεν μπορεί πια να προστατεύσει τους πολίτες που ανήκουν στις πιο ευπαθείς ομάδες: «Δεν καταφέραμε να προστατεύσουμε τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας, τους πιο ηλικιωμένους, παρά τις προθέσεις μας,» δήλωσε.
Στο μεταξύ οι εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας επικρίνουν τις υγειονομικές αρχές για πρωτόκολλα που, όπως λένε, τούς αποθάρρυναν από το να στέλνουν τους νοσούντες σε νοσοκομεία και εμπόδιζαν το εξειδικευμένο προσωπικό να χορηγεί οξυγόνο σε ασθενείς χωρίς πρότερη έγκριση γιατρού.
«Μας είχαν πει πως δεν πρέπει να στέλνουμε κανέναν στο νοσοκομείο, ακόμα κι αν είναι 65 χρόνων και έχει μπροστά του πολλά χρόνια ζωής» αναφέρει η Latifa Löfvenberg, νοσηλεύτρια σε οίκους ευγηρίας, προσθέτοντας: «Κάποιοι είχαν πολλά χρόνια ζωής με τους αγαπημένους τους, όμως δεν είχαν την ευκαιρία. Γιατί ποτέ δεν έφτασαν στο νοσοκομείο. Πέθαναν από ασφυξία. Είναι μεγάλος ο πανικός και είναι πολύ σκληρό απλώς να στέκεσαι και να βλέπεις κάτι τέτοιο».
Τραυματιοφορέας που δουλεύει στη Στοκχόλμη και θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, ανέφερε στο BBC πως παρά τις υπερωρίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δεν έχει κληθεί ούτε σε ένα οίκο ευγηρίας για περιστατικό σχετιζόμενο με την Covid-19. O Mikael Fjällid, εντατικολόγος, εκτιμά πως «θα είχαν σωθεί πολλές ζωές» αν περισσότεροι ασθενείς είχαν πρόσβαση σε νοσοκομειακή φροντίδα ή αν οι φροντιστές των οίκων ευγηρίας είχαν ενισχυμένες αρμοδιότητες χορήγησης οξυγόνου χωρίς αναμονές.
Σύμφωνα με τον δρα.Thomas Linden, διεθυντή του ιατρικού τμήματος στο Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Πρόνοιας, οι εργαζόμενοι πρέπει «να ζυγίσουν με επαγγελματισμό τα εν δυνάμει οφέλη έναντι των κινδύνων» - όπως το να κολλήσει κανείς τον ιό στο νοσοκομείο ή το κόστος μεταφοράς των ασθενών. Όπως εξηγεί ο ίδιος, οι εργαζόμενοι στον κλάδο αυτό καλούνται να αξιολογήσουν την εκάστοτε κατάσταση όχι μόνο βάσει ηλικίας, αλλά και από άλλους παράγοντες.
Παρόλα αυτά, αξιωματούχοι και εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας καταγγέλλουν πως υποβάλλονται σε κάποιου είδους «ηθικό δίλημμα» για το αν πρέπει να χορηγήσουν οξυγόνο ή να αποφασίσουν τη διακομιδή ασθενούς σε νοσοκομείο.
Με πληροφορίες από BBC
Kεντρική φωτογραφία: Reuters