Το πένθος δε μπαίνει σε λόγια. Σε αλλάζει αργά και βασανιστικά, σαν το νερό που διαβρώνει την πλάκα, που μπαίνει σε μια μικρή ρωγμή και δουλεύει υπόγεια. Ο άνθρωπος δεν έχει παρηγοριά. Απαρηγόρητα πορεύεται με τις απώλειές του μέχρι το τέλος. Η Τασούλα Επτακοίλη δημοσιογράφος, κρατά ένα σπαρακτικό επιστολικό ημερολόγιο που απευθύνει στο «άλλο της ολόκληρο», στον σύντροφό της, τον άνθρωπό της που χάθηκε ξαφνικά και επώδυνα τον Οκτώβριο του 2014.
«Ένας χρόνος. 8.760 ώρες. 525.600 λεπτά. 31.536.000 δευτερόλεπτα. Είκοσι χιλιάδες και κάτι λέξεις είναι η συγκομιδή μου» γράφει. «Οι πιο ηλεκτρισμένες της ζωής μου. Οι πιο ανάπηρες. Γιατί σε περιγράφουν αλλά δεν έχουν τη δύναμη να σε ζωντανέψουν. Γιατί εσύ δε μπορείς αν τις διαβάσεις».
Σήμερα έχω ξυπνήσει με ένα βάρος στο κεφάλι. Μένω ακίνητη χωρίς να ανοίξω τα μάτια, ξεκινά η αφήγηση.
Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του τρόπο. Τραγουδάει, γράφει, προσεύχεται. Σταματά να κλαίει ή κλαίει χωρίς ντροπή στο δρόμο και στην ουρά του σούπερ μάρκετ. Ακούει ατάραχα ένα αγαπημένο τραγούδι και λυγίζει μόλις βρει ένα ψίχουλο σε ένα συρτάρι. Ο πόνος είναι το πιο α-σχημο πράγμα του κόσμου. Πότε συμπαγής, πότε αραιός σαν τον αέρα του βουνού. Όπως και νάναι "τσούζει". Καθένας από εμάς, όποιος πενθεί, πρέπει να περάσει το «ρολόι», έτσι το λέω. Είναι ο πρώτος κύκλος που αναφέρεται στο «πέρσι». Ο πιο βαρύς, ο πιο επώδυνος κύκλος του πένθους.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα να κρατήσω όλα τα ρούχα σου. Δε μπορούσα να τα αποχωριστώ. Αλλά από μόνα τους δεν έχουν καμμιά αξία αν εσύ δεν «κατοικείς» πια σ’ αυτά, αν δεν παίρνουν το σχήμα σου.
Στο Μνεμόνικ, στην παράσταση του Κομπλισιτέ, ο θίασος σκηνοθετεί αλληλένδετες ιστορίες για να διερευνήσει το θέμα της μνήμης. Η παράσταση ξεκινά με μια διάλεξη από τον σκηνοθέτη ο οποίος ενθαρρύνει το κοινό, που φορά μια μάσκα ύπνου, να προσπαθήσει να ανακαλέσει προηγούμενες μνήμες. Σε ρωτά που ήσουν την προηγούμενη μέρα, την προηγούμενη εβδομάδα, την περασμένη πρωτοχρονιά. Σκέφτεσαι, αυτό το ημερολόγιο των 365 ημερών είναι κάπως βατό. Σε παρακινεί να θυμηθείς που ήσουν πέρσι την ίδια μέρα και ύστερα πιο πίσω στο χρόνο πιο δύσκολα. Κάποια στιγμή χάνεσαι μέσα στις ίδιες σου τις ιστορίες και στο επίκεντρο έρχεται ο ρόλος της φαντασίας να ανακαταλάβει το παρελθόν.
"Σήμερα είχα ένα επαγγελματικό ραντεβού στου Ζόναρς. Έφτασα νωρίτερα, κάθισα παρήγγειλα καφέ. Στο διπλανό τραπέζι, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Πρόσεξα αμέσως τις παλιομοδίτικες χοντρές βέρες στα δάχτυλά τους. Κάθονταν απέναντι και διαγώνια. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα, τα βλέμματά τους δε διασταυρώθηκαν ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Όχι, δεν έδειχναν μαλωμένοι. Απλώς αδιάφοροι, αποξενωμένοι. Και σχεδόν άφυλοι. Πώς θα ήμασταν άραγε εμείς αν φτάναμε στην ηλικία τους και ήμασταν ακόμα μαζί; Θα περπατούσαμε ακόμα στον δρόμο πιασμένοι από το χέρι;"
Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να είναι μυθοπλασία. Αλλά όπως γράφει στον επίλογο, δεν είναι. Είναι η αληθινή ιστορία δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ, κατάλαβαν βαθιά ο ένας τον άλλο κι έζησαν ευτυχισμένοι. Σήμερα δεν είναι πια μαζί. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, αφού δε θα χωρίσουν ποτέ. Έτσι συμβαίνει με τις μεγάλες αγάπες: είναι άτρωτες.
Η Τασούλα Επτακοίλη καταφέρνει με μοναδική ευθύτητα, με επώδυνη μαεστρία να φτιάξει ένα μεγάλο ψηφιδωτό γεμάτο χαρούμενες λεπτομέρειες. Η οικιακή ζωή, το χρώμα του ουρανού, οι κοινές εμπειρίες, τα γατάκια του σπιτιού. Το ζωντανό χρώμα των ιστοριών εναλλάσσεται με την βαθιά πηχτή πινελιά των σκούρων ημερών της μοναξιάς. Τα καταφέρνει με ένα τρόπο μοναδικό και δε θλίβει τον αναγνώστη. Τον λυτρώνει βάζοντας στο σημειωματάριό της, στο βιβλίο της εικόνες και αισθήματα ανομολόγητα.
"Κοιμάμαι ακόμα στην πλευρά μου, στο δικό μου μισό του κρεβατιού. Φροντίζω τα σκεπάσματα να είναι μοιρασμένα –και στο δικό σου μέρος-, όπως έκανα πάντα. Μην τυχόν κι έρθεις και πλαγιάσεις δίπλα μου και δε βολευτείς".
"Χθες, στην πτήση από Φραγκφούρτη για Βερολίνο, εγκαινίασα το καινούργιο μου Moleskine σημειωματάριο. Άρχισα να γράφω από την τελευταία σελίδα. Ανάποδα. Ακριβώς όπως κυλάει ο χρόνος μου, μέχρι να φτάσουν οι τελευταίες μέρες του Οκτώβρη και να πιάσω τον εξασθενημένο σφυγμό σου στο κρεβάτι εκείνου του νοσοκομείου".
Στο χρόνο επάνω, η Τασούλα Επτακοίλη πάτησε το save για τελευταία φορά. Θα συνεχίσει με το μέτρο των πραγμάτων που της άφησε, έχοντάς τον στην καρδιά της μα περισσότερο, στο πνεύμα της. Στο πνεύμα με το οποίο έγραψε μια εξομολόγηση-θησαυρό.
"Αντίο καρδιά μου. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σε ξαναδώ όταν θα έρθει η στιγμή να βουτήξω κι εγώ στα νερά της μαύρης λίμνης. Μέχρι τότε όμως μπορώ να σε νοσταλγώ και να σε ονειρεύομαι".
Ο Κώστας Μοσχούδης και η Τασούλα Επτακοίλη δημοσιογράφοι, έζησαν μαζί μια ζωή, γεμάτη, χαρούμενη, είχαν μια σχέση πλήρη, «ολόκληρη». Κανείς δε μπορεί να παρηγορήσει αυτόν που μένει πίσω, νέος. Και υπάρχει μόνο μια αλήθεια. Της την είπε η ψυχαναλύτριά της. «Ο Κώστας δεν είναι γύρω σου, είναι μέσα σου. Είσαι αυτός. Όπως κι εκείνος ήσουν εσύ».
Το βιβλίο «Το άλλο μου ολόκληρο» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη