Παραμονές των Χριστουγέννων, γυρίζει ο νους επίμονα σ’ εκείνα τα μαύρα Χριστούγεννα του ’41. Τα τρόφιμα είχαν σωθεί, η μάνα σιωπηλή. Από το διπλανό δωμάτιο άκουγα τη μικρή μου αδελφή, την Ελευθερία, να διαμαρτύρεται: «Πεινώ… Αχ, πεινώ…» Χτες επήγαμε μαζί στην πλαγιά του Κορακάρη να μαζέψουμε χόρτα και μαλούπη, το χόρτο που φυτρώνει στις σχισμάδες των βράχων, να γεμίσουμε το τσουβάλι. Τα χόρτα, όμως, ήτανε λιγοστά. Ακόμα κι η γη είχε στερέψει αυτόν το χρόνο. Τα χόρτα τα φάγαμε ωμά στην επιστροφή, κι ας επερίμενε η μάνα να της τα πάμε να τα βράσει. Τη μαλούπη την επήγαμε στον επιστάτη του περιβολιού του Λεμάνη για να ταΐσει την αγελάδα. Μια φουχτιά σιτάρι τού ζητήσαμε για τον κόπο μας. «Καθίστε πρώτα να σας πω» μας είπε. «Κοιτάξτε, μη φύγετε απέναντι στο άγνωστο. Είναι κακό να χάνονται τα εργατικά τα χέρια!» Σηκώθηκε μετά, πήγε στο μποστάνι, κι έκοψε μια ψωριασμένη λαχανίδα, το αντίτιμο για το τσουβάλι τη μαλούπη που του φέραμε.
Το επόμενο πρωί χιόνιζε, αλλά σκόνη για το μαγκάλι δεν υπήρχε. Ξάφνου είδαμε μια κίνηση στο δρόμο, και βγήκαμε να δούμε τι συμβαίνει. «Στον μπαλουχανά» μας είπε κάποιος γείτονας «θα μοιράσουνε ψάρια.» «Τρεχάτε να προλάβομε!» φώναζε ένας άλλος παρακάτω. Έτρεχαν όλοι, η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι. Ντύθηκα στα γρήγορα και πετάχτηκα έξω. «Να πιεις τουλάχιστο ένα βραστικό, γιε μου, με τόσο κρύο» φώναζε η μάνα. «Τίποτα, μάνα! Τρέχω να προλάβω! Τα Χριστούγεννα να φάμε ψάρια». Άρπαξα ένα καλάθι κι έφυγα σα σίφουνας. Μα καθώς έστριψα το δρομάκι, ένιωσα τον πόνο της πείνας στο στομάχι και τα πόδια μου λύγισαν για μια στιγμή. Παγωνιά και πείνα… Γιατί σήμερα να χιονίζει; Άσπρες νιφάδες πέφτουν συνέχεια από το μουντό ουρανό και μου χτυπούν το πρόσωπο. Πόσο όμορφα ήτανε άλλοτε όταν εχιόνιζε καμιά φορά στο νησί. «Καλοχρονιά» έλεγε τότε ο πατέρας. Τώρα έβριζα μέσα μου το χειμώνα για τούτον το χιονιά.
Έφτασα ξέπνοος στο τέρμα της Απλωταριάς. Μέχρι εκεί έφτανε η ουρά όσων επερίμεναν τη διανομή, που η αρχή της ήτανε στο σημερινό μανάβικο του Τσουρή —απέναντι από τη Γενική Τράπεζα— εκεί όπου ήταν το ψαράδικο. Έβλεπα τους ανθρώπους στην ουρά να τρέμουν από το κρύο, να χτυπούν τα πόδια τους στη γη να ζεσταθούν, να ψιθυρίζουν, να ρωτούν πότε πια θα μοιράσουνε τα ψάρια. Ήτανε έντεκα η ώρα όταν άρχισε η διανομή. Η ουρά λιγόστευε αργά από μπροστά, αλλά από πίσω όλο και μάκραινε. Ξαφνικά ακούστηκε ένας γδούπος. Κάποιος μπροστά είχε σωριαστεί χάμω. Δύο άτομα έσκυψαν πάνω του. «Πέθανε… πέθανε…» ακούστηκε από στόμα σε στόμα.
Έφτασε μία μετά το μεσημέρι. Είμαι τρίτος στη σειρά πια και σε λίγο θα φύγω με ψάρια για το σπίτι. Να όμως που αναπάντεχα σκύβει ο ψαράς από την πόρτα, ρίχνει βιαστικά μια ματιά στη μεγάλη ουρά, φωνάζει «Τέλος τα ψάρια! Τέλος!», και γρήγορα κατεβάζει το σκέπαστρο της πόρτας. Μια οργισμένη βουή ακούγεται από την ουρά και δυο-τρία χέρια υψώνονται με σφιγμένες γροθιές.
Πήρα χολωμένος το δρόμο της επιστροφής. Μπήκα στο σπίτι αμίλητος, απογοητευμένος. Η μάνα, όμως, χαμογελούσε. Ο πατέρας δούλευε τότε για τον επιστάτη του Χωρέμικου, που το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Είχανε σφάξει ένα βόδι κι είχαν πετάξει το κάτω μέρος των ποδιών μαζί με τις οπλές. Ο επιστάτης κράτησε τα πιο καλά κομμάτια κι έδωσε στον πατέρα μου τις οπλές. Γκρίνιαζε για τον επιστάτη ο πατέρας, μα η μάνα τις καθάρισε τις οπλές και τώρα βράζανε και το σπίτι μοσχοβόλησε κρέας. Κι έτσι εκείνα τα Χριστούγεννα του ’41 ήπιαμε το ζουμί από τις οπλές, χωρίς ψωμί και λάδι. Ο πατέρας σήκωσε το ποτήρι με το νερό κι ευχήθηκε «Παιδιά μου, και του χρόνου λεύτεροι!» «Αμήν!» φωνάξαμε όλοι αισιόδοξα.
Πηγή: chiosnews.com