«Το σώμα λέει αυτό που δεν μπορούν να πουν οι λέξεις».
Το 1998, το περιοδικό ΤΙΜΕ ανακηρύσσει τη Μάρθα Γκράχαμ «χορεύτρια του αιώνα», επτά χρόνια μετά το θάνατό της. Το αμερικανικό κράτος την είχε ήδη ανακηρύξει «Εθνικό θησαυρό», τίτλο που για πρώτη φορά δόθηκε σε χορεύτρια και χορογράφο. Πως θέλετε να σας θυμούνται; Την είχαν ρωτήσει. Ως χορεύτρια ή ως χορογράφο; «Ως χορεύτρια»! απαντούσε.
Η Γκράχαμ αποφάσισε να γίνει χορεύτρια στα 17 της, όταν παρακολούθησε ένα ρεσιτάλ χορού στο Λος Άντζελες. Πρωταγωνιστούσε μια πρωτοποριακή χορεύτρια της εποχής, η Ρουθ Σεντ Ντένις, η οποία στάθηκε το δεύτερο πρόσωπο που την ενέπνευσε στη ζωή.
Το πρώτο πρόσωπο που την ενέπνευσε ήταν ο πατέρας της, Τζωρτζ Γκράχαμ, ένας ψυχολόγος με έδρα μια μικρή πόλη έξω από το Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας, το Allegheny City. Ο πατέρας της Γκράχαμ μελετούσε τη γλώσσα του ανθρώπινου σώματος στις ψυχικές παθήσεις τις οποίες ερευνούσε και υποστήριζε ότι «Η κίνηση δεν λέει ποτέ ψέματα», μία φράση που θα γινόταν μότο της Αμερικανίδας χορεύτριας και χορογράφου.
Η γεννημένη το 1896 Μάρθα έζησε όπως έλεγε η ίδια σε ένα μέρος όπου όλα σκεπάζονταν από την κάπνα των ανθρακοβιομηχανιών. « Ό, τι φορούσαμε σκεπαζόταν από την κάπνα. Το να βγεις έξω ντυμένη με ένα φρεσκοπλυμένο λευκό φόρεμα σήμαινε πως θα επέστρεφες ντυμένη στα μαύρα...» έλεγε αφηγούμενη τα παιδικά της χρόνια.
Ήταν μια έξοδος προς το φως, όταν αποφάσισε να πάρει τα πρώτα της μαθήματα χορού στη Σχολή "Ντένισον" της Ρουθ Σεντ Ντένις. Πολύ γρήγορα, το ταλέντο της Μάρθα Γκράχαμ δεν άργησε να ξεχωρίσει. Το 1923 φεύγει για τη Νέα Υόρκη και μόλις τρία χρόνια μετά ιδρύει τη δική της Εταιρία και Σχολή Χορού όπου δίνει το όνομά της. Το 1926 ιδρύει τη δική της ομάδα. Και προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα διδάσκει μαθήματα κίνησης σε ηθοποιούς.
Αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας της. Η αρχή της έρευνας και της καθιέρωσης μιας νέας γλώσσας στο χορό. Η τεχνική που διαμόρφωσε δεν ήταν η «ανακάλυψη του σύγχρονου χορού» αλλά μια αναγνωρίσιμη γλώσσα ακόμα και σήμερα ακόμα και σε όσους δεν έχουν δει ούτε ένα έργο της. Αυτό ήταν που απετέλεσε και το πρώτο υπολογίσιμο «αντίπαλο δέος» στο κλασικό μπαλέτο. Το βεβαιώνει αυτό η τεράστια επίδρασή της στους επόμενους χορογράφους, τον Μερς Κάνινγχαμ, τον Πολ Τέιλορ, την Τουάιλα Θαρπ, τον Μαρκ Μόρις.
Για την Γκράχαμ, ο χορός έμοιαζε με ιερή αποστολή: Ήθελε να αποτυπώσει μέσα από την κίνηση, το γράφημα της ανθρώπινης καρδιάς. Έτσι άρχισε να διαμορφώνει ένα σύστημα κίνησης, εντελώς στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία βάδιζαν οι δάσκαλοί της. Όταν όλοι εξερευνούσαν αυτό που συνέβαινε στις ξένες χώρες, Η Γκράχαμ στράφηκε προς την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό που την ενδιέφερε πρωτίστως, ήταν να φωτίσει τα κίνητρα, τις εσωτερικές συγκρούσεις, τα ψυχικά πάθη, τις σκοτεινές προθέσεις που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων.
Με τα «Πρωτόγονα Μυστήρια» (1931) το πρώτο της αριστούργημα που κέρδισε την προσοχή κοινού και κριτικών σε όλον τον κόσμο η Μάρθα Γκράχαμ εστίασε στην ψυχολογική αξία των αρχέγονων ιεροτελεστιών, θέμα που την απασχόλησε και στο «Σκοτεινό Λιβάδι» (1946).
Η ψυχολογική αξία των ηρώων ήταν αυτή που την οδήγησε να ασχοληθεί με τις μεγάλες ηρωίδες του αρχαίου δράματος. Υπέγραψε έργα με πρωταγωνίστριες τη Μήδεια, την Ιοκάστη, την Άλκηστη, τη Φαίδρα και την Αριάδνη. Ο πλούτος των ψυχολογικών μεταπτώσεων αυτών των γυναικών, αισθήματα και πράξεις κορυφώθηκαν και μετουσιώθηκαν σε κίνηση μέσα στο έργο της.
Το 1958, υπέγραψε ένα αριστούργημα, ένα έργο αξεπέραστο για τον τρόπο με τον οποίο ερευνά τη σχέση του σώματος και του ανθρώπινου πάθους, την «Κλυταιμνήστρα». Ήταν το πρώτο χορόδραμα σύγχρονης κινησιολογίας σε δύο πράξεις με πρόλογο και επίλογο: ένα ενδοσκοπικό «ταξίδι ψυχής» στα βάθη της αυτοανακάλυψης.
Για να μεταδώσει τον ψυχολογικό χαρακτήρα των θεμάτων που την απασχολούσαν, η Γκράχαμ εισήγαγε κινήσεις ικανές να κάνουν ορατό το «εσωτερικό τοπίο», ήταν η αρχή της περίφημης μεθόδου της. Οι κινήσεις ήταν νέες, πρωτότυπες, δε θύμιζαν καθόλου τις μαλακές κινήσεις της διάσημης Ισιδώρας Ντάνκαν και του Ρουθ Σεντ Ντένις. Πολλοί έβρισκαν αυτό τον χορό βίαιο, έως και άσχημο. Οι κινήσεις ήταν κοφτές και βίαιες, έσκιζαν τον αέρα με δύναμη.
Αυτή η δύναμη προερχόταν από έναν κόσμο εσωτερικό, πνευματικό, βαθύ, ερευνητικό, ικανό να γοητεύσει τελικά το κοινό. Πολύ γρήγορα οι κριτικοί αναγνώρισαν στο ύφος της, τη νεωτερικότητα που χρειαζόταν ο χορός για να ανανεωθεί, αλλά και την ισορροπία ανάμεσα στη συγκίνηση που προκαλεί ένας χορευτής και την τεχνική του.
Η εξερεύνηση του πνεύματος είναι αναγνωρίσιμη σε όλα τα έργα της Γκράχαμ: στην εύθυμη «Ανοιξη στα Απαλάχια» (1944), τα λυρικά «Παιχνίδια των αγγέλων» (1948) αλλά και στους πνευματώδεις «Ακροβάτες των θεών» (1960).
Η Μάρθα Γκράχαμ ήταν γνωστή για την αδάμαστη θέληση και την ανεξάντλητη αντοχή της. “Ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα” έλεγε, κάτι που εφάρμοσε απολύτως. Άρχισε το χορό σε μεγάλη ηλικία, είχε ένα σώμα που δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδανικό, αλλά όσο καμία άλλη χορεύτρια και χορογράφος, με τρομερή αφοσίωση, ανέπτυξε την φοβερή της ικανότητα να αντιλαμβάνεται την δύσκολη τέχνη της και να πειραματίζεται άφοβα με πηγές και έννοιες όπως η θρησκεία, η ζωγραφική, ην καθημερινή ζωή ενώ πάντα στο επίκεντρο βρισκόταν ο βαθύτερος εσωτερικός πλούτος που έψαχνε τρόπο να εξωτερικευτεί.
Όταν αποσύρθηκε από το χορό, το 1969, έχασε κάθε θέληση για ζωή. Κλείνεται στο σπίτι της, καπνίζει και πίνει, ενώ αποπειράται να αυτοκτονήσει. Η κατάθλιψη και οι καταχρήσεις την οδηγούν στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, ωστόσο, καταφέρνει να σταθεί ξανά στα πόδια της και να συνεχίσει και το 1972, σε ηλικία 76 ετών οργανώνει ξανά την ομάδα της χορογραφεί δέκα νέα μπαλέτα και αμέτρητες αναβιώσεις έργων της, γράφει την αυτοβιογραφία της. Η τελευταία της δημιουργία ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε το 1990 με μουσική του Σκοτ Τζόπλιν και κοστούμια του Κάλβιν Κλάιν.
Λίγο αργότερα, η Γκράχαμ στα 96 της χρόνια, δημιουργική μέχρι το τέλος και ενώ ετοιμάζει ένα νέο έργο το The Eyes of the Goddess, πεθαίνει από πνευμονία στη Νέα Υόρκη. Η ομάδα της, η παλαιότερη ομάδα χορού στην Αμερική, η Martha Graham Dance Company, που ιδρύθηκε το 1926, και συμπληρώνει φέτος 90 χρόνια, συνεχίζει την θριαμβευτική της πορεία με παραστάσεις σε όλο τον κόσμο και συνεργασίες με τους επιφανέστερους χορευτές και χορογράφους.
Θα μπορούσε να γραφτούν πολλά για την Μάρθα Γκράχαμ. Αλλά δύσκολα θα μπορούσε να απαντηθεί η ερώτηση:
Πώς θα ήταν ο χορός σήμερα χωρίς τη δική της πολύτιμη συμβολή;