Μια έκθεση που τρέχει από τις 15 Οκτωβρίου του 2019 έως τις 26 Ιανουαρίου του 2020, στο μουσείο Thyssen-Bornemisza της Μαδρίτης, με τίτλο The Impressionists and Photography, είναι η αφορμή για να δούμε τους ζωγράφους του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ως τους πρώτους καλλιτέχνες που προσκύνησαν τη φιγούρα μιας καλοντυμένης γυναίκας και μελέτησαν την εναλλαγή του φωτός μέσα στην ημέρα και πώς αυτή επηρεάζει τις φιγούρες μέσα στο χώρο.
Η ζωγραφική τέχνη και το γυμνό μοντέλο είναι ένα δίδυμο τόσο ιερό όσο το αρχαίο μαντείο Δίδυμα στη Μίλητο. Τα ντυμένα μοντέλα, τα «ανίερα», εκείνα δηλαδή που αφήνονται στην τρυφηλότητα της μόδας είναι μία άλλη ιστορία, η οποία έχει απασχολήσει κυρίως την φωτογραφική τέχνη. Τόσο σε τυχαίες συναντήσεις φωτογράφων με ανυπέρβλητες φασιονίστες που διαβαίνουν φουριόζες τα βουλεβάρτα των μεγαλουπόλεων, γνωστές οι συναντήσεις αυτές και ως street fashion, όσο και σε στημένα ρεπορτάζ, γνωστά και ως εντιτόριαλ μόδας. Μία παρομοίως «φτιαχτή» υπόθεση ήταν και τα πορτραίτα των γυναικών και των αντρών του Παρισιού, έτσι όπως τα απεικόνισαν οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι (μέσα 1860 έως μέσα 1880) στην Γαλλία του Ναπολέοντα του Γ’.
«Η τελευταία λέξη της μόδας είναι απολύτως απαραίτητη για έναν πίνακα. Η μόδα είναι που μας ενδιαφέρει περισσότερο» δηλώνει ο Εντουάρ Μανέ το 1881 θεμελιώνοντας τη μοδοκεντρική θεώρηση του ίδιου και των ομοιών του καλλιτεχνών. Ένας από τους εμβληματικούς πίνακές του, The Lady with Fans, περιγράφει μία γυναίκα, τη Nina de Callias, χαλαρή πάνω σε μαξιλάρια από πολύτιμα υφάσματα, σε ένα ντεκόρ από βεντάλιες, με χάρη και αυτοπεποίθηση μέσα στο μαύρο, μεταξωτό φόρεμα της και τα πλουμιστά αξεσουάρ της, τα φτερά στα μαλλιά της, τα χρυσοποίκιλτα γοβάκια της και τα βραχιόλια στα χέρια της. Αυτή η γυναίκα καθώς και πολλές ακόμα περίκομψες κυρίες της εποχής ποζάρουν μέσα από τους πίνακες του Μονέ, του Μανέ, του Ρενουάρ, του Τισό, του Ντεγκά.
Είναι μια καταπληκτική ευκαιρία να αφουγκραστούμε τον διάλογο μεταξύ μόδας και τέχνης, φωτογραφίας και ζωγραφικής, εκείνης της εικοσαετίας, τότε που το Παρίσι ήταν η πιο στιλάτη πρωτεύουσα του κόσμου. Όπως οι σημερινοί street φωτογράφοι της μόδας, έτσι και οι καλλιτέχνες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, το μόνο που εύχονταν ήταν να καταφέρουν να συλλάβουν το λουκ της στιγμής.
Η ζωή έξω από το σπίτι και ο ελεύθερος χρόνος όπου οι γυναίκες συνήθιζαν να φοράνε βαμβακερά πικέ φορέματα διακοσμημένα με χειροποίητη δαντέλα, το λευκό φόρεμα, βασικό κομμάτι της γκαρνταρόμπας της εποχής, όπως αυτό εμφανίζεται στον αριστουργηματικό πίνακα Lise του Ρενουάρ, στον οποίο «απαθανατίζεται» η δεκαεννιάχρονη ερωμένη του στην εξοχή.
Έναν αιώνα και μερικές δεκαετίες μετά, ο Σκοτ Σούμαν, ο θρυλικός Sartorialist, ο φωτογράφος που έχει μεταμορφώσει μέσα από τον φακό του τις καθημερινές πλην στιλιστικά εξελιγμένες γυναίκες σε είδωλα, φωτογραφίζει την συμβία του και διεθνούς φήμης φάσιον μπλόγκερ, Γκαράνζ Ντορέ, φορώντας τα ίδια cargo παντελόνια με αυτόν. Μόνο που αυτή τα συνδυάζει με αιχμηρές γόβες και αυτός με χειροποίητα oxford shoes. Ίσως οι φασιονίστες και οι κριτικοί τέχνης του μέλλοντος θα προσδώσουν στο επιδραστικό ζεύγος την καλλιτεχνική αντιστοιχία που τους πρέπει.
Ούτε τα μοντέλα, ούτε οι σχεδιαστές, ούτε οι μπλόγκερς μπορούν να ορίσουν καλύτερα το στυλ της εποχής από αυτές τις εξόχως φωτογραφήσιμες και επιδραστικές γυναίκες, που λέγονται ινφλουένσερ* και ορίζουν τη στιγμή, καθισμένες στην πρώτη σειρά των σόου, στις εβδομάδες μόδας έχοντας εκθρονίσει συντάκτες με mainstream ματιά και κάμποσα απωθημένα. Ο τρόπος που αυτές οι ινφλουένσερ αντιλαμβάνονται τον συνδυασμό των κομματιών μεταξύ τους είναι φουλ αυτοσχεδιαστικός αψηφώντας τις προτάσεις των designers και τους κανόνες των στιλιστών. Κάνουν του κεφαλιού τους και αυτό μπορεί να είναι ένα καλό παράδειγμα για την πολυπόθητη εξατομίκευση του στυλ, η οποία δεν χρειάζεται απαραίτητα πανάκριβα ρούχα αλλά ιδεολογία και αυτοπεποίθηση.
*Ο όρος ινφλουένσερ πέρα από τη σχετική τρολιά, από την οποία συνοδεύεται, έχει κάποια σοβαρή σημασία στις μέρες μας.