Βαθιά στα δάση της Νέας Ζηλανδίας υπάρχει μια κοινότητα-απομεινάρι της εποχής της ελευθερίας και του πειραματισμού. Στα 70s, μετά από ένα φεστιβάλ, το Nambassa Festival, μια ομάδα ανθρώπων που συμμετείχε συνειδητοποίησε ότι μοιραζόταν την ίδια πεποίθηση: ότι όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας ξεκινούσαν από την ιδιοκτησία γης. Αποφάσισε λοιπόν να αγοράσει από κοινού ένα μεγάλο κτήμα, το οποίο θα μοιράζονταν όλοι μαζί εξίσου.
Έτσι γεννήθηκε η χίπικη κοινότητα Mahana, που σε περιόδους αιχμής μετρούσε 50-60 κατοίκους και πλέον έχει λιγότερους από 20. Είναι μια ανοιχτή κοινότητα, όπου μπορεί να ενταχθεί ο καθένας, χωρίς κανένα οικονομικό κόστος, αρκεί να συμφωνήσει εγγράφως με τους κανόνες της. Ένας από αυτούς τους κανόνες λέει ότι κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να δουλέψει, πως όλες οι εργασίες γίνονται εθελοντικά από τα μέλη της.
Ένας από τους τελευταίους χίπις της Mahana, ο Arthur Van Resseghem, μάς ξεναγεί σήμερα στα ερείπια του ιδιότυπου εκείνου χωριού, ό,τι πιο κοντά υπήρξε σε ουτοπία που έγινε πραγματικότητα, σύμφωνα με τα λεγόμενά του. «Είχαμε επισκέπτες από την Αμερική που τους έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η κοινότητά μας λειτουργούσε» σχολιάζει ο Arthur.
Το κοινόχρηστο μαγειρείο της Mahona, όπου μαγείρευαν όλοι εθελοντικά, κάποτε έσφυζε από ζωή αλλά σήμερα παρουσιάζει μια εικόνα εγκατάλειψης, παρόλο που παραμένει, τυπικά, λειτουργικό. Το χειρότερο είναι όμως, ίσως, ότι τα εναπομείναντα μέλη της κοινότητας έχουν απαρνηθεί τη βασική φιλοσοφία πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η Mahona: σήμερα προστατεύουν με νύχια και με δόντια το κομμάτι γης όπου κατοικούν, το οποίο θεωρούν πλέον δική τους ιδιοκτησία. «Υπήρχε ένα άδειο σπίτι σε άριστη κατάσταση. Για να εμποδίσουν να έρθει να ζήσει μια γυναίκα με τον πατέρα και τα παιδιά της, το μετέτρεψαν σε ερείπια» λέει ο Arthur, χαρακτηριστικά, χωρίς να κατονομάζει τους δράστες. Δύσκολοι καιροί για ουτοπίες.