Ένα συνηθισμένο απόγευμα στο γραφείο και ενώ είχαν φύγει όλοι οι υπόλοιποι συνεργάτες, η Άννα Κ. ήθελε να είχε φύγει ήδη κι αυτή όταν ο προϊστάμενος της Τάκης Ν. ακούμπησε το δεξί του χέρι στο δικό της - και κάνοντας μία γκριμάτσα - με το άλλο χέρι έψαχνε το στήθος της. Το γραφείο ήταν πολύ ψηλά στον τελευταίο όροφο, τρία επί τρία μ’ ένα μικρό παράθυρο, απ’ όπου έβλεπες μόνο σύννεφα. Δεν τους έβλεπε κανείς την ώρα που της είπε «φίλα με» κι αυτή έπρεπε να τον φιλήσει.
Η Άννα Κ. έγινε έξω φρενών. Από μέσα της όμως, γιατί εξωτερικά συνέχισε να φοράει ένα πλατύ χαμόγελο, που δήλωνε μία ηθελημένη άγνοια της συνέχειας. Ας πούμε πως αυτό ήταν όλο κι όλο.
Από τη μία ως την άλλη άκρη του γραφείου βρίσκονταν τρεις επίπεδες οθόνες με εργονομικά πληκτρολόγια, το σκάνερ και μία κονσόλα με αναμμένα κουμπάκια. Τα καλώδια, ένας φάκελος με χαρτιά και δύο ψηφιακά τηλέφωνα. Στην άκρη ένα βαρύ γυάλινο μελανοδοχείο με μεταλλικό καπάκι.
Καθότανε σταυροπόδι μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή της, το φόρεμα της ήταν μέχρι το γόνατο και διακρίνονταν τα πόδια της. Είχε στ’ αλήθεια ωραία, μακριά πόδια. Για ένα λεπτό χασμουρήθηκε, όταν ένιωσε στον ώμο της και πάλι το χέρι του.
«Μην με αγγίζεις» ψέλλισε μετά. Άνοιξε την πόρτα και κάλεσε το ασανσέρ.
Με το άλλο τράβηξε το κεφάλι της προς το μέρος του. Κι έπειτα έκλεισε ξαφνικά με την παλάμη του το στόμα της και τη φίλησε στο λαιμό. Απαλά, πολύ απαλά. Και μίλαγε. Επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις, την καλόπιανε, ενώ την Άννα Κ. της φαινόταν πως την απειλούσε, έτσι όπως την κράταγε πάνω του σφικτά, σχεδόν άγρια. Τα χέρια του γλίστρησαν κάτω από τα μαλλιά της αγγίζοντας το ζεστό της δέρμα.
Το θρόισμα της κουρτίνας στο παράθυρο της αποσπούσε την προσοχή, για μια στιγμή ήθελε να τη ράψει στην πλάτη της και να εξαφανιστεί πετώντας πάνω από τα ψηλά κτίρια. «Μην με αγγίζεις» ψέλλισε μετά. Άνοιξε την πόρτα και κάλεσε το ασανσέρ. Μάλλον αυτή να ήταν η τελευταία μέρα που δούλεψε σε αυτή την εταιρία. Αφού δεν ενέδωσε στο ερωτικό παιχνίδι του προϊσταμένου, δεν έχει θέση πια εκεί μέσα σύμφωνα με τον άγραφο νόμο του εργασιακού παιχνιδιού. Αύριο κιόλας θα αρχίσει να αναζητά τη νέα της δουλειά.
Ο προϊστάμενος Τάκης Ν. θέλησε να κάνει κατάχρηση της ελάχιστης έστω «εξουσίας» που κατέχει. Ίσως επειδή αυτή για κάποιους θεωρείται το μεγαλύτερο αφροδισιακό. Όμως στον έρωτα δεν υπάρχουν εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι.
Η Άντζελα Ζιούτη γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη σχολή Oικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. Έχει εργαστεί στη διαφήμιση, στην εκπαίδευση και ως υπευθ. πωλήσεων και δημοσίων σχέσεων σε μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Άρθρα της κοινωνικού ενδιαφέροντος δημοσιεύονται συχνά στο διαδίκτυο,ενώ αρθρογραφούσε καθημερινά σε πρωινή εφημερίδα Free press μεγάλης κυκλοφορίας της Θεσσαλονίκης. Σήμερα αρθρογραφεί στην καθημερινή εφημερίδα ΕΘΝΟΣ. Εμφανίστηκε στα γράμματα με το έργο: «Ο Θεός κατοικεί σε ουρανοξύστη, 31 ποιήματα της πόλης»,Παρατηρητής, 1999, Θεσσαλονίκη (ποίηση) Ακολούθησαν:“Η Αρχιτεκτονική των σιωπηλών ημερών”, Ελληνικά Γράμματα, 2003, Αθήνα (ποίηση) “Ο ήλιος στο πάτωμα”, Φερενίκη, 2009, Αθήνα (μυθιστόρημα), “Μαύρη πέτρα” (Θεατρκό έργο) 2015, “Ο άνθρωπος που μιλούσε με τα αγάλματα”, Γαβριηλίδης, 2017 Αθήνα (ποίηση). Mιλάει Γερμανικά και Αγγλικά . Επί σειρά ετών υπηρέτησε ως γεν. Γραμματέας της Εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων Βορείου Ελλάδος. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Βραβεύτηκε από το Φιλολογικό σύλλογο Παρνασσό (Β' βραβείο Ποίησης 2000), τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (Γ' βραβείο Ποίησης 1999) την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης (Α' βραβείο Ποίησης 2001) κ.ά.Είναι παντρεμένη με τον Πυρηνικό γιατρό Δημήτρη Γρηγοράκη κα ζει στη θεσσαλονίκη.
Photo: Unsplash
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram