Όταν πλαγιάζουνε μαζί στο ίδιο κρεβάτι βλέπουνε όνειρα. Εκείνος βλέπει κόκκινα, εκείνη ροζ. Και μοιάζουν ρούχα μαζί που πλύθηκαν και έχουνε γίνει ροζ. Πριν κοιμηθούν όμως κουβεντιάζουν. Ή μάλλον γκρινιάζουν. Ο τόνος της φωνής συγκεκριμένος. Τραχύς και διαπεραστικός σαν το καζανάκι της τουαλέτας. Και μετά η απαξιωτική και κουρασμένη έκφραση του προσώπου που ήδη έχει κρυφτεί στο μαξιλάρι. Κάποτε ήταν το ταίρι του. Κι αυτός το ταίρι της. Τόσο ιδανικά όλα μεταξύ τους που βάλανε και στεφάνι. Έρωτας κεραυνοβόλος. Τώρα όμως τι θα βάλουνε στην κατσαρόλα;
Τα ρημάδια τα λεφτά δε φτάνουν. Αυτός έχασε ξαφνικά τη δουλειά του κι αυτή κρατάει τα λογιστικά βιβλία μίας ομμόρυθμης εταιρίας. Την πληρώνουν στη χάση και στη φέξη.
Σαν ένα ντόμινο η ανασφάλεια για τα οικονομικά, υποβαθμίζει την ερωτική επιθυμία υποσκάπτοντας σοβαρά και την σεξουαλική τους υγεία. Και μόνο ο φόβος της ανεργίας είναι δυνατόν να προκαλέσει «ερωτική αναπηρία» και έλλειψη λίμπιντο. Κακά τα ψέματα. Με την δαμόκλειο σπάθη της μη απασχόλησης να αιωρείται στην κρεβατοκάμαρα δεν επέρχεται, παρά μόνο η συναισθηματική απομάκρυνση στο ζευγάρι. Ακόμη κι αν μια σχέση δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ή δεν έχει έλθει ακόμη αυτό που ονομάζουμε αναπόφευκτη φθορά του χρόνου, αυτό από μόνο του είναι ικανό να διαλύσει τις άμυνες του ζευγαριού. Τα πρόσωπα κινούνται μέσα σ' ένα κλίμα ασάφειας και ανασφάλειας. Προσπαθούν να δουν τον μέλλον τους, προσπαθούν να διατηρήσουν λίγο από τον ερωτισμό τους, προσπαθούν να αναχαιτίσουν το στρες.
Και κάπως έτσι αρχίζει το μαρτύριο. Μέχρι να τον πάρει ο ύπνος και να έχει λίγες ώρες γαλήνης η γκρίνια είναι ο εφιάλτης που βλέπει με τα μάτια ανοιχτά. Ξεκινάει πάντα να του λέει ότι δεν τη βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Ότι αυτή μόνο κατεβάζει τα σκουπίδια και ότι χρωστάνε και τη δόση για την καινούργια home cinema τηλεόραση. Και ότι δεν την αφήνει να δει σήριαλ, γιατί αυτός βλέπει πάντα αγώνες ποδοσφαίρου.
Σηκώνεται και πάει στην κουζίνα. Πλένει τα πιάτα και πετάει τα υπολείμματα της πίτσας στον κάδο. Δεν μπορεί να την ακούει να μιλάει ακατάπαυστα. Ο έρωτας είναι φτερωτός. Για αυτό άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά.
Η Άντζελα Ζιούτη γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη σχολή Oικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. Έχει εργαστεί στη διαφήμιση, στην εκπαίδευση και ως υπευθ. πωλήσεων και δημοσίων σχέσεων σε μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Άρθρα της κοινωνικού ενδιαφέροντος δημοσιεύονται συχνά στο διαδίκτυο,ενώ αρθρογραφούσε καθημερινά σε πρωινή εφημερίδα Free press μεγάλης κυκλοφορίας της Θεσσαλονίκης. Σήμερα αρθρογραφεί στην καθημερινή εφημερίδα ΕΘΝΟΣ. Εμφανίστηκε στα γράμματα με το έργο: «Ο Θεός κατοικεί σε ουρανοξύστη, 31 ποιήματα της πόλης»,Παρατηρητής, 1999, Θεσσαλονίκη (ποίηση) Ακολούθησαν:“Η Αρχιτεκτονική των σιωπηλών ημερών”, Ελληνικά Γράμματα, 2003, Αθήνα (ποίηση) “Ο ήλιος στο πάτωμα”, Φερενίκη, 2009, Αθήνα (μυθιστόρημα), “Μαύρη πέτρα” (Θεατρκό έργο) 2015, “Ο άνθρωπος που μιλούσε με τα αγάλματα”, Γαβριηλίδης, 2017 Αθήνα (ποίηση). Mιλάει Γερμανικά και Αγγλικά . Επί σειρά ετών υπηρέτησε ως γεν. Γραμματέας της Εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων Βορείου Ελλάδος. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Βραβεύτηκε από το Φιλολογικό σύλλογο Παρνασσό (Β' βραβείο Ποίησης 2000), τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (Γ' βραβείο Ποίησης 1999) την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης (Α' βραβείο Ποίησης 2001) κ.ά.Είναι παντρεμένη με τον Πυρηνικό γιατρό Δημήτρη Γρηγοράκη κα ζει στη θεσσαλονίκη.
Φωτό: Unsplash
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram