“Μια θεά με το διάβολο μέσα της”, αποκαλούσαν τη Μελίνα. Η ηθοποιός και πολιτικός γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη. Η Μελίνα ποτέ δεν αγάπησε την πολιτική όταν ήταν νέα. Επέμεινε και μπήκε στη Δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό.
Τον χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον Παναγή Χαροκόπο. Ατίθαση, ανεξάρτητη, ένα μοντέλο ομορφιάς έξω από τα στερεότυπα, η Μελίνα ήταν από τις πιο εντυπωσιακές γυναίκες της Αθήνας. Στο θέατρο έκανε το ντεμπούτο της το 1944. Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το ρόλο της Μπλανς από το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος». Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Ήδη από το 1951αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την παριζιάνικη.
Την άνοιξη του ’55, η «Στέλλα»του Μιχάλη Κακογιάννη στην οποία πρωταγωνιστούσε, γίνεται δεκτή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Κανών. Η πρεμιέρα της ταινίας είναι ένα θρίαμβος – μόνο που η Μελίνα δεν τον βλέπει. Βρίσκεται στην Αθήνα, παίζει στο θέατρο «Λαίδη Μάκβεθ». Το ίδιο βράδυ, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τονΚακογιάννη : «Μελίνα, έλα στις Κάννες. Είμαι σίγουρος πως θα κερδίσεις το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου».
Εκεί γνώρισε τον μεγάλο έρωτα, τον σύντροφο της ζωής της, Ζιλ Ντασέν. Η Μελίνα έχει διαβάσει για τον Ντασέν, τον διανοούμενο- σκηνοθέτη, τον «πατέρα του νεορεαλισμού» στο αμερικάνικο σινεμά, τον αποδιωγμένο από την πατρίδα του με το στίγμα του κομμουνιστή. Το «Ριφιφί» , η ταινία που εκπροσωπεί τη Γαλλία στις Κάννες είναι η πρώτη του μετά από χρόνια απραξίας – ο Ντασέν είναι υποψήφιος για βραβείο σκηνοθεσίας. Τον φανταζόταν σαν ένα στριφνό, μελαγχολικό γέρο. Γνωρίζει έναν άντρα εύθυμο, γελαστό, αισιόδοξο.
Ο έρωτας της Μελίνας και του Ντασέν δεν είναι μόνο η μαγική συνάντηση δυό ανθρώπων – είναι συνάντηση δύο κόσμων. Εκείνος λατρεύει τη φλόγα της. Εκείνη τον θαυμάζει απεριόριστα και βασανίζεται από μια τρελή ζήλια.
«Υπήρχαν φορές που εγώ καθόμουν στον καναπέ και ο Τζούλης έγραφε. Αυτό με πείραζε πολύ. Αλλά τον ερωτεύτηκα τρομερά, μέχρι αυτοκτονίας. Και μου έδειξε μια άλλη πρόταση ζωής. Ήμουν πολύ κυνικό πλάσμα και μου είπε πράγματα που δεν τα είχα ξανακούσει. Τον θαύμαζα πάρα πολύ. Έζησα τον απόλυτο έρωτα».
Το 1964 Μελίνα και Ντασέν παντρεύονται. «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου», φέρεται ότι δήλωσε η Μελίνα Μερκούρη. «Θα ήθελα να είχαμε παντρευτεί στην Ελλάδα, αλλά τότε θα έπρεπε να καλέσουμε πολύ κόσμο και δεν ταίριαζε ο θόρυβος και η φασαρία σε μια απλή τελετή που επισφραγίζει συμβίωση 10 χρόνων»
Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε πλέον διεθνή φήμη. Γίνεται η μούσα του Ντασέν και στις ταινίες «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978).
Η δικτατορία τη βρίσκει να παλεύει σκληρά για την ανατροπή της χούντας από το εξωτερικό όπου βρισκόταν. Το βιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη) είχε σαν τίτλο τ η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητας της από τους συνταγματάρχες: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα».
Κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974) πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα. Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποίησει ενάντια στη χούντα.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας επέστρεψε στην Ελλάδα και πολιτεύτηκε. Εκλέχθηκε με το ΠΑΣΟΚ το 1981 και ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Πολιτισμού, αξίωμα που διατήρησε ως το τέλος της πρώτης οκταετίας των κυβερνήσεων Παπανδρέου. Το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης.
Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985. Το 1990 διεκδίκησε την δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία.
Στη δεύτερη θητεία της στο υπουργείο πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του πολιτισμού και της θεατρικής αγωγής στα σχολεία, αλλά καταβεβλημένη από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994. Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους.