
Η Fran Lebowitz (Φραν Λίμποουιτς) αποτελεί σύμβολο της Νέας Υόρκης και της urban κουλτούρας της. Αντισυμβατική και πνευματώδης καυτηριάζει τη σύγχρονη ζωή της μητρόπολης, της νοοτροπίας και του κόσμου των big money. Η ίδια είναι συγγραφέας, αρθρογράφος και ομιλήτρια, ενίοτε και ηθοποιός και μανιώδης καπνίστρια συν τοις άλλοις. Σε κάθε περίπτωση μια μεγάλη προσωπικότητα της Νέας Υόρκης που πρόκειται να βρεθεί στις 15 Μαρτίου στη Στέγη προκειμένου να συνομιλήσει με την Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση.
Η Φραν Λίμποουιτς είναι διάσημη και ως «η συγγραφέας που δεν γράφει», αφού υποφέρει από παρατεταμένα -για δεκαετίες- writer's blocks. Η ίδια έχει δηλώσει πως είναι «τεμπέλα και η συγγραφή είναι πολύ δύσκολη και δεν μου αρέσει να κάνω δύσκολα πράγματα», αν και όσοι τη γνωρίζουν ισχυρίζονται πως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Για παράδειγμα ο εκδότης της Erroll McDonald ισχυρίζεται πως υποφέρει από «υπερβολική ευλάβεια προς τις λέξεις».
Η Λίμποουιτς υπήρξε φανατική αναγνώστρια από πολύ μικρή ηλικία, ακόμα κι όταν στο σχολείο ήταν πολύ κακή μαθήτρια. Στο διαμέρισμά της υπάρχουν περίπου 11.000 βιβλία που αποδεικνύουν το αληθινό της πάθος. «Δεν θα πετούσα ποτέ ένα βιβλίο- ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι που θα προτιμούσα να ρίξω κάτω από το παράθυρο» έχει σημειώσει με το φλεγματικό της χιούμορ. Ίσως η αποχή της από τη συγγραφή σχετίζεται με την πολύ αυστηρή αυτοκριτική, που η ίδια ισχυρίζεται πως είναι αυστηρότερη από την κριτική της, επομένως σκεφτείτε τι μπορεί να συμβαίνει στο μυαλό της.
Ίσως η αποχή της από τη συγγραφή σχετίζεται με την πολύ αυστηρή αυτοκριτική, που η ίδια ισχυρίζεται πως είναι αυστηρότερη από την κριτική της, επομένως σκεφτείτε τι μπορεί να συμβαίνει στο μυαλό της.
Τη δεκαετία το 1970 έγραφε σπαρταριστές στήλες για το περιοδικό Interview του Άντι Γουόρχολ, ενώ τα βιβλία της Metropolitan Life (1978) και Social Studies (1981) που αποτελούν συλλογές άρθρων της, είχαν σημειώσει πολύ μεγάλη επιτυχία καθιερώνοντάς της στον χώρο του πολιτισμού. Παράλληλα ήταν πολύ συχνά καλεσμένη σε talkshows που παρουσίαζαν βέβαια άντρες, τούς οποίους προκαλούσε διαρκώς σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν ήταν αυτονόητο. Αρκεί να ανολογιστούμε ότι την ρωτούσαν διαρκώς πότε θα παντρευτεί (ερώτημα που φευ παραμένει τόσο διαχρονικό για μια γυναίκα ακόμα και αν έχει γυρίσει από το διάστημα), ενώ της ειχαν προτείνει ακόμα και να την αφήσουν έγκυο. Με τη μικρή λεπτομέρεια πως η ίδια έχει δηλώσει πως είναι ομοφυλόφιλη.
Επίσης, δεν συμπαθούσε τον ίδιο τον Γουόρχολ για τον οποίο έχει δηλώσει: «Είχα προσέξει πως ο Άντυ έψαχνε ανθρώπους που είχαν ευάλωτο ψυχισμό και ενθάρρυνε τον κόσμο να κάνει ναρκωτικά, δεν ήθελα να βρίσκομαι σε αυτή την ατμόσφαιρα. Τον έβλεπα κάθε μέρα επί χρόνια, όμως δεν μιλούσαμε πολύ». Μάλιστα, τον τελευταίο χρόνο που εργαζόταν στο περιοδικό, εκείνος την πλήρωνε με πίνακές του, που στην ίδια δεν άρεσαν και τόσο. Πολλούς από αυτούς δε τούς πούλησε για να πληρώσει το ενοίκιο της σε πολύ χαμηλή τιμή. Και τότε τι έγινε; Πέθανε και οι τιμές εκτοξεύθηκαν. «Πάντοτε πιστεύα ότι το έκανε επίτηδες», είπε στην εφημερίδα The Guardian, χαριτολογώντας.
Η Λίμποουιτς λατρεύει τις βόλτες στην πόλη. Λατρεύει να παρατηρεί ανθρώπους και συμπεριφορές. Τους μικρούς και μεγάλους πρωταγωνιστές αυτής της αχανούς, σκληρής και συναρπαστικής μητρόπολης. Δεν λατρεύει όμως καθόλου την τεχνολογία- δεν έχει κινητό, wifi, δεν έχει καν ούτε υπολογιστή. Έτσι, κατά τη διάρκεια του λοκ ντάουν έπρεπε φίλοι να της παραγγείλουν βιβλία διαδικτυακά ή έπρεπε να πεταχτεί ως το σπίτι του Ντέιβιντ Σεντάρις, όταν είχε κάποιο Zoom.
Τις περιηγήσεις της στους δρόμους της πόλης καταγράφει άλλωστε και ο αγαπημένος της σκηνοθέτης και φίλος Martin Scosese στο πρόσφατο (και δεύτερο!) ντοκιμαντέρ για τη ζωή της, το «Pretend It’s a City», που βλέπουμε από το Netflix. Φορώντας ένα κλασικό Levi’s 501 τζιν και μακρύ μαύρο παλτό, το χαρακτηριστικό ανδρόγυνο στιλ της. Το πρώτο ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη για εκείνη ήταν το «Public Speaking», τότε που η Λίμποουιτς καθιερώθηκε και σε αυτό. Ωστόσο ποτέ δεν υπήρχε κωμικός, στη σκηνή δεν λειτουργεί ως stand up comedian και δεν έχει γράψει πριν κάποιο σενάριο. Δεν επιδιώκει να κάνει το κοινό να γελάσει. Ωστόσο οι τόσο οξυδερκείς παρατηρήσεις για τα πράγματα γύρω μας, οδηγούν αναπόφευκτα και στο γέλιο. «Ποτέ δεν σκέφτηκα "πώς μπορώ να αλλάξω τον κόσμο". Σκεφτόμουν μάλλον κάτι σαν "πώς μπορώ να κάνω αυτό που κάνω, χωρίς να μπω στη φυλακή"» έχει πει.
Το πρώτο ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη για εκείνη ήταν το «Public Speaking», τότε που η Λίμποουιτς καθιερώθηκε και σε αυτό. Ωστόσο ποτέ δεν υπήρχε κωμικός, στη σκηνή δεν λειτουργεί ως stand up comedian και δεν έχει γράψει πριν κάποιο σενάριο. Δεν επιδιώκει να κάνει το κοινό να γελάσει. Ωστόσο οι τόσο οξυδερκείς παρατηρήσεις για τα πράγματα γύρω μας, οδηγούν αναπόφευκτα και στο γέλιο. «Ποτέ δεν σκέφτηκα "πώς μπορώ να αλλάξω τον κόσμο". Σκεφτόμουν μάλλον κάτι σαν "πώς μπορώ να κάνω αυτό που κάνω, χωρίς να μπω στη φυλακή"» έχει πει.
Τη δεκαετία του 1980 και του 1990 είχε υποσχεθεί στους εκδότες της ότι δουλεύει ένα μυθιστόρημα. Υπάρχουν 100 σελίδες από αυτό, αλλά μέχρι εκεί. Έτσι εκείνοι αποφάσισαν να εκδώσουν το The Fran Lebowitz Reader, στο οποίο συνδυάζονται τα κείμενα των Metropolitan Life and Social Studies που παραμένουν πάντα επίκαιρα και δεν έχουν πάψει να κυκλοφορούν, αφού η Λίμποουιτς έχει μεγάλο κοινό. Εξάλλου, περιέχουν τόσα πολλά αποφθέγματα που μπορεί να ξεσηκώσει κανείς, όπως το διάσημο «Όλα τα παιδιά του Θεού δεν είναι όμορφα. Τα περισσότερα, στην πραγματικότητα, μετά βίας βλέπονται (...)» Ή εκείνο που της αρέσει να λέει για τον εαυτό της: «Η επιτυχία δεν με χάλασε, ήμουν πάντοτε ανυπόφορη»!
Η Λίμποουιτς χρειάστηκε να κάνει διάφορες περίεργες δουλειές μέχρι να εργαστεί ως αρθρογράφος, όπως οδηγός ταξί, πλασιέ ζωνών και καθαρίστρια διαμερισμάτων («με μια μικρή ειδίκευση στις βενετσιάνικες περσίδες»). Μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ. Οι γονείς της, Ρουθ και Χάρολντ, είχαν κατάστημα με έπιπλα, το Pearl's Upholstered Furniture. Από πολύ μικρή αγάπησε τα βιβλία, αλλά όχι το σχολείο και σίγουρα όχι την άλγεβρα στην οποία κοβόταν ξανά και ξανά. Επίσης ισχυρίζεται πως δεν πίστευε στον Θεό από τα 7 της χρόνια.
Μεταξύ του 2001 και του 2007, η Λίμποουιτς συμμετείχε τακτικά στη δραματική τηλεοπτική σειρά «Νόμος & Τάξη», στον ρόλο της δικαστίνας Τζάνις Γκόλντμπεργκ. Έπαιξε επίσης έναν ρόλο στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, «Ο Λύκος της Wall Street» (2013). Διαθέτοντας ένα σπάνιο χάρισμα στην αφήγηση ιστοριών, είναι συχνά προσκεκλημένη σε διάφορα talk shows, ανάμεσά τους και σε αυτά των Jimmy Fallon, Conan O'Brien και Bill Maher. Σε μια συνέντευξή της στο Paris Review, είχε δηλώσει: «Δεν είμαι νευρικό άτομο. Δεν φοβάμαι όταν βγαίνω στην τηλεόραση. Φοβάμαι μονάχα όταν γράφω. Όταν κάθομαι στο γραφείο μου, αισθάνομαι όπως θα αισθάνονταν οι περισσότεροι άνθρωποι αν έβγαιναν στην τηλεόραση».
Έχει εμφανιστεί επίσης σε διάφορα ντοκιμαντέρ, όπως στα επεισόδια της σειράς American Experience που αναφέρονται στη Νέα Υόρκη, καθώς και στα Mapplethorpe: Look at the Pictures (2016), Regarding Susan Sontag (2014) και Superstar: The Life and Times of Andy Warhol (1990), μεταξύ άλλων. Το 2021 της απονεμήθηκε το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στο Forte dei Marmi Festival della Satira. Το 2008, συμπεριλήφθηκε στην ετήσια λίστα Hall of Fame του περιοδικού Vanity Fair για το κορυφαίο ενδυματολογικό στυλ διεθνώς. Εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί μια εμβληματική μορφή του στυλ.
Η Λίμποουιτς ζει στη Νέα Υόρκη, μια και δεν πιστεύει ότι θα της επέτρεπαν να ζήσει οπουδήποτε αλλού.
Η συζήτηση θα πραγματοποιηθεί στα αγγλικά με ταυτόχρονη διερμηνεία. Την ημέρα της εκδήλωσης θα πωλείται στη Στέγη το βιβλίο της The Fran Lebowitz Reader. Στο τέλος της εκδήλωσης η Φραν Λίμποουιτς θα υπογράψει βιβλία.
Πληροφορίες αντλήθηκαν και από το ΑΠΕ
Κεντρική εικόνα: ΑΠΕ
Ακολουθήστε το Womantoc στο Instagram