Ο Ντελόν, πριν τα 30, ήταν μεγαλοπαραγωγός, είχε πάει τέσσερα χρόνια στρατιώτης, είχε αποβληθεί απ΄ όλα του τα σχολεία, είχε πολεμήσει σαν πεζοναύτης, είχε κάνει και δέκα δουλειές, είχε έναν ερωτικό δεσμό με την Ρόμυ Σνάιντερ, και είχε κάνει ήδη δύο ταινίες με τον Λουκίνο Βισκόντι.
Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Ντελόν στα κινηματογραφικά πράγματα γίνεται το 1960, με το "Γυμνοί στον Ήλιο" του Ρενέ Κλεμάν, κλασική μεταφορά του "Ταλαντούχου Κου Ρίπλεϊ" της Χάισμιθ , ενώ την επόμενη χρονιά ο Βισκόντι τον κάνει Ρόκκο στο νεορεαλιστικό αριστούργημα ο "Ρόκκο και τ’ Αδέλφια του".
Την επόμενη χρονιά παίζει στο θέατρο με την Ρόμυ Σνάιντερ ένα θεατρικό σε κείμενο του Τζον Φορντ ενώ το ’63 βρίσκεται βέβαια στον υπερμεγέθη "Γατόπαρδο".
Στη "Ληστεία στο Μόντε Κάρλο", ο 28χρονος Ντελόν, αντί αμοιβής, αγόρασε τα δικαιώματα διανομής της ταινίας σε κάποιες χώρες του κόσμου. Καταλήγοντας να πάρει στο τέλος κάπου δέκα φορές περισσότερα από τον θρυλικό τότε Γκαμπέν, η κίνηση έμεινε γνωστή ως η "Μέθοδος Ντελόν".
Το 1967, ο Ντελόν γύρισε την ταινία ο "Δολοφόνος με το Αγγελικό του Πρόσωπο" τότε οι φήμες τον ήθελαν να έχει διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και την κορσικανική Μαφία. Το 1968 ο σωματοφύλακάς του βρέθηκε σ’ έναν κάδο σκουπιδιών και τότε ξέσπασε ένα σκάνδαλο μεγέθους αρκετού ώστε να μπλέξει και τον μελλοντικό Πρόεδρο της Γαλλίας Πομπιντού και την σύζυγό του και τον Ντελόν σε μια υπόθεση υποτιθέμενων οργίων, απρεπών φωτογραφιών και εμπλοκής ενός Φρανσουά Μαρκαντονί που τύγχανε και αρχηγός της Μαφία των Κορσικανών. Η εισαγγελική έρευνα στρέφεται αρχικά στην κατεύθυνση του ήδη διάσημου ηθοποιού και της συζύγου του Ναταλί Ντελόν, με την οποίά ο Μάρκοβιτς είχε σύντομο δεσμό. Στις 25 Ιανουαρίου του 1969 ο Αλεν Ντελόν θα κληθεί να καταθέσει για περισσότερες από 24 ώρες στην Εισαγγελία που ερευνούσε την υπόθεση Μάρκοβιτς. Είχαν προηγηθεί άλλες τρεις καταθέσεις στην αστυνομία από τον ηθοποιό, μετά τον εντοπισμό του πτώματος. Τελικά θα αφεθεί ελεύθερος αφού δεν είχαν προκύψει ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του.
Απτόητος ο Ντελόν διάγει τα καλύτερά του χρόνια, χωρίζει και τη Ναταλί Ντελόν (που ακολούθησε, επίσημα πάντα, την Ρόμυ και μαζί της έκανε τον Άντονι, αρχίζει έναν πολυετή δεσμό με την Μιρεΐγ Νταρκ, παίζει στην "Πισίνα" μαζί με τη Σνάιντερ και γίνεται πανευρωπαϊκός σάλος.
Παίζει στο αξέχαστο "Αντίο Φίλε" μαζί με τον Μπρόνσον, στις "Ιστορίες Μυστηρίου", στην "Συμμορία των Σικελών" με Βεντούρα και Γκαμπέν. Τέλος , παίζει στον "Κόκκινο Κύκλο" του Μελβίλ δίπλα στον Μοντάν, ώσπου συναντά και τον Μπελμοντό στο μυθικό "Μπορσαλίνο".
Στην δεκαετία του ’70 αγκιστρώνεται στο αστυνομικό φιλμ, κάνει όμως και εντελώς απρόσμενα έργα, πέρα από το προφίλ του λιγόλογου macho.
Ένα από αυτά είναι ο "Κύριος Κλάιν" (1976) του Λόουζι -είχαν συνεργαστεί και στην "Δολοφονία του Τρότσκι" τέσσερα χρόνια πριν.
Στο ’80 οι επιχειρήσεις αποτελούν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του Ντελόν, ο εαυτός του είναι ξεκάθαρα μέρος αυτών, οπότε και στερεοποιείται το policier προφίλ, χάνονται όμως οι τολμηρότητες και η μεγάλη δημοτικότητα, ένα τέταρτο του αιώνα μετά, αρχίζει να ξεθωριάζει. Από την εποχή αυτή το μοναδικό πραγματικό ερμηνευτικό τόλμημα είναι το "Notre Histoire" του Μπλιέ, όπου ένας κομματιασμένος αισθηματικά Ντελόν (μπορεί κι από τον χαμό της Ρόμυ δυο χρόνια πριν) παίζει εντελώς κόντρα στον κινηματογραφικό του χαρακτήρα και παίρνει το μοναδικό ερμηνευτικό βραβείο που πήρε ποτέ, ένα Σεζάρ ερμηνείας.
"Η ιστορία της ζωής μου είναι τόσο απίθανη, ώστε κανένας δημοσιογράφος δεν θα ήταν ικανός να την γράψει" είχε πει κάποτε. Κάτι που ισχύει 100%.
Τα τελευταία χρόνια, ζει απομονωμένος, λίγο έξω από το Παρίσι στην έπαυλή του στο Douchy των 550 στρεμμάτων με τα πάρκα, τις τρείς πισίνες, το παρεκκλήσι, τη λίμνη και τo ελικοδρόμιο, που περικλείεται από ψηλά τείχη. Ο Ντελόν μένει εκεί με τον Loubo, τον αγαπημένο του ποιμενικό -το τελευταίο από τα πενήντα σκυλιά, που τον συντρόφεψαν επί δεκαετίες. Είναι όλα θαμμένα εκεί, δίπλα του, όχι μακριά από τον δικό του τάφο -ο "πιο γνωστός Γάλλος εν ζωή" έχει ήδη ρυθμίσει τα της κηδείας του.
Δεν φοβάται τον θάνατο. "Η ζωή δεν έχει πια να μου φέρει πολλά. Ξέρω τα πάντα, τα έχω δει όλα, μα πάνω απ’όλα μισώ αυτή την εποχή, με κάνει και ξερνάω", δήλωσε μόλις πέρυσι, στο Paris Match.
"Ξέρω ότι θα αφήσω αυτό τον κόσμο, χωρίς λύπη…".