Η Πάουλα Ρέγκο προκάλεσε τα φυλετικά στερεότυπα και κατέκρινε την κατάχρηση βίας μέσα από τους διάσημους πίνακές της που ακροβατούν ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Η Ρέγκο, που θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες ζωγράφους της εποχής μας, κατέληξε σήμερα, 8 Ιουνίου σε ηλικία 87 ετών.
"Ο πολιτισμός της Πορτογαλίας έχασε μία από τις σημαντικότερες και πιο επαναστατικές δημιουργούς, κάποια που διακρίθηκε ως γυναίκα, ως άνθρωπος και καλλιτέχνης" δήλωσε ο Κάρλος Καρέιρας, δήμαρχος του Κασκάι, όπου βρίσκεται το Μουσείο με τα έργα της Ρέγκο.
Παιδί μιας φιλελεύθερης οικογένειας στη Λισαβόνα, η Ρέγκο γεννήθηκε το 1935, κατά τη δικτατορία του Αντόνιο Σαλαζάρ. Θυμόταν πως από μικρή φοβόταν και παρέμενε σιωπηλή, όμως εκφραζόταν μέσα από τη ζωγραφική. Έχει άλλωστε αποτυπώσει την αγωνία της και στον πίνακα με τον τίτλο "Ανάκριση" που φιλοτέχνησε σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Όταν ήταν μικρή, η γιαγιά της τής διάβαζε ιστορίες και παραμύθια. Οι διηγήσεις για τους καλούς ανθρώπους που τους συμβαίνουν άδικα πράγματα την βοήθησαν να κατανοήσει τον κόσμο, να γεμίσει την ψυχή της με εικόνες και να οπλιστεί με φαντασία. "Δεν είμαι θαρραλέα στη ζωή μου, αλλά στη δουλειά μου δεν φοβάμαι τίποτα" είχε πει και το απέδειξε στη συνέχεια της πορείας της.
Ο πατέρας της που δεν ήθελε να δει την κόρη του να μεγαλώνει σε αυτό το περιοριστικό πλαίσιο κι έτσι την έστειλε στο Λονδίνο να σπουδάσει τη δεκαετία του ’50. Εκεί σπούδασε στο Slade School of Fine Art. Κι ενώ εκείνη την εποχή οι συμφοιτητές της πειραματιζόντουσαν με την αφηρημένη τέχνη, εκείνη επέμενε να ζωγραφίζει ρεαλιστικά γιατί ήθελε να αφηγηθεί τις δικές της ιστορίες. Κάποτε ένας καθηγητής της την ντρόπιασε λέγοντας πως όσα ζωγράφιζε ήταν "απαίσια", όμως οι συμφοιτητές της την ενθάρρυναν να είναι ο εαυτός της. Στη σχολή γνώρισε και τον σύζυγό της, τον βρετανό ζωγράφο Βίκτορ Γουίλινγκ, με τον οποίο παρέμειναν μαζί ως τον θάνατό του το 1988. Το ζευγάρι έζησε επτά χρόνια στην Πορτογαλία, δύο χρόνια αφότου έληξε η δικτατορία.
Με προσωπικές εκθέσεις και αφού αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, η Ρέγκο απόλαυσε τους καρπούς των προσπαθειών της. Παρότι έζησε στη Μ. Βρετανία δεν έχασε ποτέ την επαφή με τις ρίζες της. Τα φαντάσματα, ένα αγαπημένο θέμα των λαϊκών παραμυθιών της Πορτογαλίας, όπως και οι φανταστικοί κόσμοι που ξεπηδούν μέσα από αυτά βρισκόντουσαν πάντα στην καρδιά και στο έργο της.
Με το έργο της τίμησε τις γυναίκες, οι οποίες απεικονιζόντουσαν πάντοτε στους πίνακες της δυνατές και στιβαρές. Απέπνεαν αυτοπεποίθηση και κύρος, σε αντίθεση με τις ανδρικές φιγούρες που ήταν συχνά μεθυσμένες ή έμοιαζαν με παιδιά. "Ζωγραφίζω γυναίκες που γνωρίζω. Ζωγραφίζω αυτό που βλέπω. Ζωγραφίζω γυναίκες ως πρωταγωνίστριες γιατί είμαι και εγώ μία από αυτές" είχε δηλώσει στην εφημερίδα Guardian, το 2021. Εξάλλου κάποτε είχε κάνει και μια σειρά πορτρέτων, The DogWomen, στις οποίες γυναίκες απεικονίζονταν σε στάσεις σκύλων- να αλυχτούν, να στέκονται στα γόνατα. "Το να απεικονίζονται γυναίκες σα σκύλοι είναι πέρα για πέρα πιστευτό" είχε δηλώσει η καλλιτέχνις.
Το 1998, απαντώντας στην αποτυχία να περάσει το δημοψήφισμα υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων στην Πορτογαλία και έχοντας προβεί και η ίδια σε αμβλώσεις, έκανε μια σειρά από συγκλονιστικούς πίνακες για τον κίνδυνο που διατρέχουν οι γυναίκες όταν η διαδικασία είναι παράνομη. Οι πίνακές της επηρέασαν βαθιά την κοινή γνώμη.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε αν θεωρεί τον εαυτό της φεμινίστρια εκείνη απέφυγε να απαντήσει και δήλωσε: "Υπό την έννοια πως υπερασπίζονται το δικαίωμα της ασφαλούς άμβλωσης και έχω κάνει έργα για την κλειτοριδεκτομή, ναι. Κάνω έργα μέσα από τη γυναικεία οπτική, θα μου ήταν δύσκολο να δουλέψω μέσα από την ανδρική".
Ακολουθήστε το womantoc στο Instagram