«Έχω δουλέψει πάνω σε μία σειρά από “όχι”. Όχι στον εξαίσιο φωτισμό, όχι στις προφανείς συνθέσεις, όχι στην γοητεία της πόζας και της αφήγησης. Όλα αυτά τα όχι με σπρώχνουν στο “ναι”. Ναι στο λευκό φόντο, ναι σε ένα ενδιαφέρον πρόσωπο και ναι σε αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας». Τάδε έφη Ρίτσαρντ Άβεντον όταν ερωτήθηκε πως αντιλαμβάνεται τον τίτλο του “θεατρικού μινιμαλιστή” που του έχει αποδοθεί από διάφορους τύπους του τότε Τύπου, όταν για είκοσι ολόκληρα χρόνια, από το 1945 έως το 1965, συμπεριλαμβανόταν στην βασική ομάδα του περιοδικού μόδας Harper’s Bazaar όπου εκτός από μοντέλα απαθανάτιζε και προσωπικότητες της εποχής όπως τον Αϊζενχάουερ, την Μονρόε, τον Ντίλαν, τους Beatles κ.ά.
Ο εκφραστής του «φωτογραφικού όχι» δεν άκουσε ποτέ κανένα όχι από το στόμα κάποιου φωτογραφιζόμενου. Άπαντες πόζαραν, εν πομπή και παρατάξει, γνωρίζοντας ότι αυτή η μία και μοναδική εικόνα τους, δια χειρός Άβεντον, θα εξαργυρωνόταν στο χρηματιστήριο του χρόνου στην ίδια αξία με το πορτραίτου Ντόριαν Γκρέι. Τόση σαγήνη σε ένα κλικ. «Η στιγμή που ένα συναίσθημα ή ένα γεγονός μεταμορφώνεται σε φωτογραφία παύει να είναι γεγονός. Είναι πλέον άποψη» είχε δηλώσει κάποτε ο ίδιος για να συνεχίσει: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό από την ανακρίβεια στη φωτογραφία. Όλοι οι φωτογράφοι είναι ακριβείς. Κανείς από αυτούς δεν εξυμνεί την αλήθεια».
Την αλήθεια, αυτό που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, το ιστορικό γεγονός, κατάφερε να αποδώσει ο Άβεντον το 1955 σε μία φωτογράφισή του σε τσίρκο. Η εμβληματική εικόνα της «Ντοβίμα με τους Ελέφαντες», του πιο διάσημου μοντέλου της εποχής μέσα σε ένα βραδινό, μαύρο φόρεμα του οίκου Dior, περιτριγυρισμένη από μία μακριά, λευκή, μεταξωτή ζώνη και δύο τεράστιους ελέφαντες αποτελεί σπουδή και σημείο αναφοράς για όλους τους μετέπειτα φωτογράφους μόδας. «Μου ζήτησε να κάνω κάτι μη κανονικό, γι’ αυτό και άπλωσα τα χέρια μου να αγγίξω τους ελέφαντες με άνεση γνωρίζοντας ότι αποτελώ μέρος μιας σπουδαίας φωτογραφίας».
Αφήνει το περιοδικό Harper’s Bazaar το 1965 και από το 1966 έως το 1990 εργάζεται ως φωτογράφος στην Vogue συνεχίζοντας να διευρύνει τα όρια της φωτογραφίας μόδας μέσα από το φλερτ με τον σουρεαλισμό, την πρόκληση και αμφιλεγόμενες εικόνες όπου το γυμνό, η βία και ο θάνατος διακρίνονται σε περίοπτη θέση. «Ένα βράδυ, ο πατέρας μου κι εγώ περπατούσαμε στην 5η Λεωφόρο και χαζεύαμε τις βιτρίνες. Μπροστά από το ξενοδοχείο Plaza είδα έναν καραφλό άντρα με μία κάμερα να “στήνει” μια πολύ όμορφη γυναίκα στον κορμό ενός δέντρου. Της σήκωσε το πιγούνι με το χέρι του, της έστρωσε το φόρεμα και κατόπιν ακούστηκαν απανωτά κλικ, κλικ, κλικ. Λίγες μέρες αργότερα είδα αυτή τη λήψη στο Harper’s Bazaar» θυμάται το πρώτο του σκίρτημα ο Άβεντον, ο οποίος γεννήθηκε στις 15 Μαίου του 1923, στη Νέα Υόρκη και καταδύθηκε από νωρίς τα βαθιά νερά της μόδας λόγω της οικογενειακής επιχείρησης με ρούχα.
Το 1992 βαπτίζεται ο πρώτος μόνιμος φωτογράφος στην ιστορία του βαρυσήμαντου περιοδικού The New Yorker και δηλώνει: «Έχω φωτογραφήσει σχεδόν τους πάντες σε αυτό τον κόσμο. Αυτό που επιθυμώ πλέον είναι να τραβήξω απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, οποίοι κάνουν τη διαφορά». Το έργο του με τίτλο Democracy -το οποίο συμπεριλάμβανε πορτραίτα Αμερικανών πολιτών που ασχολούνται με τα κοινά, κοινωνικών ακτιβιστών και κάποιων πολιτικών όπως ο Καρλ Ρόουβ και ο Τζον Κέρι-, έμεινε ατελές αφού ο Άβεντον απεβίωσε την 1η του Οκτώβρη του 2004 στο Σαν Αντόνιο του Τέξας σε ηλικία 81 ετών.
Ωραιολάτρης και αφοσιωμένος στη γυναικεία φιγούρα ο Ρίτσαρντ Άβεντον δεν προκάλεσε ποτέ σκάνδαλα με τις ερωτικές του περιπέτειες, αρκέστηκε στις φωτογραφικές του σχέσεις, εκεί όπου και εκπλήρωσε όλα του τα απωθημένα. Παντρεύτηκε χιλιάδες γυναίκες μέσα από τον φακό του και τις λάτρεψε όλες εξίσου αλλά σύμφωνα με το νόμο μόλις δύο φορές –το 1944 με το μοντέλο Ντόρκας Νόουελ και το 1951 με την Έβελιν Φράκλιν με την οποία απέκτησαν κι ένα γιο, τον Τζον. «Μερικές φορές σκέφτομαι ότι όλες οι εικόνες μου είναι εικόνες του εαυτού μου. Η μεγαλύτερή μου έννοια ήταν πάντα η ανθρώπινη αμηχανία, μόνο μπροστά στην ανθρώπινη αμηχανία μεγαλουργούσα» θα δηλώσει κάποια στιγμή. Αυτό μας έρχεται στο νου αυτομάτως κάθε φορά που βλέπουμε μια φωτογραφία του και ψάχνουμε στο βλέμμα και στην κίνηση του μοντέλου να βρούμε το ευγενές σάστισμα.