
«Έφευγαν κάσες μεγάλες στο εξωτερικό, στην Αμερική, στην Ιταλία, σ΄ όλο τον κόσμο. Έρχονταν τα πούλμαν με τους τουρίστες, τρία –τέσσερα την ημέρα. Περνούσαν πρώτα από μας να γίνει η επίδειξη, χειροκροτούσαν στο τέλος. Μετά έμπαιναν στη ζωγραφική και μετά για ν΄ αγοράσουν. Όταν αγόραζαν δεν τα παίρνανε μαζί τους, τους τα στέλναν πακεταρισμένα με τα ροκανίδια για να μην σπάσουν».
Έτσι θυμάται τη χρυσή εποχή της εταιρείας Ίκαρος ο Τζίμης Μαχραμάς. Ένας από τους εργάτες του θρυλικού αυτού εργοστασίου κεραμικών της Ρόδου, τα οποία ξεκινούσαν από τα Δωδεκάνησα για να φτάσουν στα πέρατα του κόσμου και που μέχρι σήμερα είναι περιζήτητα και υψηλής αξίας ανάμεσα σε συλλέκτες.
Υπέροχα διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα από πηλό, αντίγραφα των παραδοσιακών κεραμικών Ιζνίκ, από την ομώνυμη πόλη της Μικράς Ασίας, τα οποία, λόγω της υψηλής συγκέντρωσής τους στα αρχοντικά της Λίνδου, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα εθεωρούντο «λινδιακά». Η αισθητική τους καθορίστηκε από ζωντανά χρώματα και μοτίβα εμπνευσμένα από τη φύση, όπως άνθη, φυλλωσιές, πτηνά, αλλά και από διάφορους τύπους καραβιών.
Η αισθητική τους καθορίστηκε από ζωντανά χρώματα και μοτίβα εμπνευσμένα από τη φύση, όπως άνθη, φυλλωσιές, πτηνά, αλλά και από διάφορους τύπους καραβιών.
Η εταιρεία δεν ήταν ανέκαθεν ελληνική. Ιδρύθηκε με την ονομασία Icaro από τους Ιταλούς, στις 19 Δεκεμβρίου του 1928, σε μια προσπάθεια εκβιομηχάνισης και ανάπτυξης των Δωδεκανήσων. Με την ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα, πέρασε, το 1948, στα χέρια του ντόπιου επιχειρηματία Κωνσταντίνου Δ. Χατζηκωνσταντή. Έτσι, την πρώτη χρυσή ιταλική περίοδο, της δεκαετίας του 1930, διαδέχθηκε μια δεύτερη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’60, σύμφωνα με τον Τζίμη Μαχραμά, ο οποίος πριν από λίγα χρόνια έδωσε συνέντευξη στην τοπική εφημερίδα «Ροδιακή».
Ο Χατζηκωνσταντής μετονόμασε την Icaro σε Ίκαρος και, αξιοποιώντας την ανάπτυξη του νησιού, δημιούργησε το δεύτερο μεγαλύτερο κεραμοποιείο στην Ελλάδα μετά τον αθηναϊκό Κεραμεικό. Υπολογίζεται ότι στις τέσσερις δεκαετίες της ελληνικής περιόδου (από τα συνολικά 60 χρόνια λειτουργίας του) απασχόλησε περίπου 400-500 Ρόδιους σε διάφορα στάδια της παραγωγικής, χειροποίητης διαδικασίας. «Τη δεκαετία του ’60, πάνω από εκατό ήταν οι εργαζόμενοι» θυμάται στη συνέντευξή του ο Μαχραμάς. «Όταν ήταν να σχολάσουν η αυλή εγέμιζε. Στις 12 γινόταν διακοπή για το φαγητό και πάλι ξανά στις δύο ξεκινούσε η δουλειά μέχρι τις έξη το απόγευμα. Όλο τα καλά σπίτια στο νησί είχαν τα βάζα μας, τα πιάτα μας, μέχρι και τασάκια…».
«Στις 12 γινόταν διακοπή για το φαγητό και πάλι ξανά στις δύο ξεκινούσε η δουλειά μέχρι τις έξη το απόγευμα. Όλο τα καλά σπίτια στο νησί είχαν τα βάζα μας, τα πιάτα μας, μέχρι και τασάκια…».
Ο πηλός προέρχονται αρχικά από την Αρχίπολη Ρόδου, από «χώμα τριών ειδών που το φτιάχναν στη χαβούζα του Ίκαρου» σύμφωνα με τη μαρτυρία του τεχνίτη. Περνούσε από μια επεξεργασία εβδομάδων και τρεις διαφορετικές δεξαμενές μέχρι να βγει πλέον καθαρός. «Αργότερα φέρνανε πηλό από την Ιταλία, άσπρο, και σταμάτησαν τα κεραμικά να ξεφλουδίζονται, κι έτσι δεν είχαμε απώλειες».
Οι αγγειοπλάστες έκαναν το θαύμα τους και τα αντικείμενα και επισμαλτώνονταν από τον λεγόμενο Μεμέτη, με μια μυστική συνταγή σμάλτου που πήρε μαζί του ο πρακτικός αυτός χημικός φεύγοντας, στη διάρκεια της Χούντας, με την οικογένειά του στην Τουρκία. Τις πρώτες δεκαετίες ψήνονταν σε έναν τεράστιο φούρνο, με είκοσι-εικοσιπέντε μέτρα μάκρος, για τουλάχιστον 12-13 ώρες, ενώ από τις αρχές των ‘60s ο Χατζηκωνσταντής εγκατέστησε υπερσύγχρονο ηλεκτρικό κλίβανο. «Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε άλλος τέτοιος στην Ελλάδα».
Μετά το ψήσιμο, ζωγραφίζονταν από κορίτσια στην εφηβεία «από 15 έως 17 ετών, δεν είχε μεγάλες κοπέλες. Γέλια, πειράγματα, πολλοί νεαροί περνούσαν από κει, γνώριζαν τα κορίτσια και τα παντρεύονταν».
Μετά το ψήσιμο, ζωγραφίζονταν από κορίτσια στην εφηβεία «από 15 έως 17 ετών, δεν είχε μεγάλες κοπέλες. Γέλια, πειράγματα, πολλοί νεαροί περνούσαν από κει, γνώριζαν τα κορίτσια και τα παντρεύονταν».
Ο Ίκαρος έγινε σημείο αναφοράς στη συνείδηση των κατοίκων της Δωδεκανήσου, παράγοντας μια τεράστια ποικιλία κεραμικών προϊόντων, όπως διακοσμητικά πιάτα, βάζα, κανάτια, σερβίτσια, αγαλματίδια, γυναικείες φιγούρες με παραδοσιακές φορεσιές, ζωόμορφα μπιμπελό. Το οριστικό τέλος της λειτουργίας του εργοστασίου ήρθε το 1988, έναν χρόνο μετά από δυστύχημα με αυτοκίνητο, όπου ο ιδιοκτήτης σκοτώθηκε μαζί με τη σύζυγό του, Φαίδρα.
Ο πραγματικός λόγος, ωστόσο, που έκλεισε το κεραμοποιείο, σύμφωνα με τον «Ροδιάτη», ήταν γιατί δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τις χαμηλές τιμές των κινέζικων και ινδικών κεραμικών, που είχαν αρχίσει ήδη να εισάγονται, παρόλο που τα ροδίτικα προϊόντα ήταν ανυπέρβλητης αισθητικής και αντοχής.
Τις υπέροχες δημιουργίες του κεραμοποιείου της Ρόδου ανέδειξε το Μουσείο Μπενάκη με μια μεγάλη έκθεση στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου το 2018, βασισμένη στη μοναδική στο είδος της συλλογή κεραμικών του Γιάννου Θ. Ιωαννίδη και την έρευνά του για το Icaro-Ικαρος. Ήταν μια ουσιαστική προσπάθεια να αναδειχθεί η συνολική ιστορία του εργοστασίου, άρρηκτα συνδεδεμένη με το νησί της Ρόδου.
Δείτε ένα βίντεο με εικόνες από την έκθεση στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο: