Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Αλέξανδρο Τσιοτίνη. Δεν ήταν σε κάποιο εστιατόριο όπως θα περίμενε κανείς αλλά σε ένα μπαρ. Είχαμε κοινούς γνωστούς και βρεθήκαμε να πίνουμε μαζί. Εκεί πιάσαμε και την κουβέντα περί γαστρονομίας. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα την τύχη να δοκιμάσω την κουζίνα του. Είχα όμως ακούσει όμως συναδέλφους να μιλούν με πολύ καλά λόγια. «Θα έρθεις στο καινούργιο μαγαζί που θα ανοίξω και θα δοκιμάσεις» μου είχε πει τότε. Και έτσι έγινε. Μετά από λίγους μήνες που είχε ανοίξει το CTC βρέθηκα να κάθομαι σε ένα από τα τραπέζια του μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας και να δοκιμάζω τα πιάτα του Αλέξανδρου. Δεν θα ξεχάσω την βελουτέ σούπα-καλωσόρισμα από καλαμπόκι -έγινε από τα κλασικά πιάτα του-, που με είχε κερδίσει από την πρώτη κουταλιά.
Από τότε έχουν περάσει πέντε χρόνια. Το CTC έχει ωριμάσει και νομίζω ότι βιώνει την καλύτερη περίοδο του. Το ίδιο και ο Αλέξανδρος. «Το μαγαζί με ωρίμασε, μου έμαθε πολλά. Με έκανε πιο ολοκληρωμένο» θα μου πει. Και όντως αυτή η ωριμότητα του φαίνεται και στα πιάτα του και στην δημιουργικότητα που τα διακρίνει. Όπως για παράδειγμα η τάρτα τομάτας με παγωτό μοτσαρέλα και βασιλικό σε σχήμα μικρού τριαντάφυλλου ή η παραλλαγή της Αθηναϊκής με ροφό και μια κρέμα από εσπεριδοειδή αρωματισμένη με μαστίχα.
Ο Αλέξανδρος από μικρός ήθελε να γίνει μάγειρας. Να έχει μια ταβέρνα και να φτιάχνει νόστιμους μεζέδες. Αυτό δεν άρεσε και πάρα πολύ στην οικογένεια του όταν τους είχε ανακοινώσει τα μελλοντικά του σχέδια. «Ο μπαμπάς ήθελε να ασχοληθώ με τα οικονομικά και να μπω στην επιχείρηση που ήδη δούλευε. Έτοιμο μέλλον μου έλεγε. Εγώ φυσικά ούτε που να ακούσω για αριθμούς και τέτοια» θα μου πει. Ευτυχώς για μας ο Άλεξ –έτσι τον φωνάζουν οι φίλοι- ακολούθησε τα μονοπάτια της μαγειρικής. Έτσι γευόμαστε πιάτα σαν και την paella με πατάτα που την στολίζει με λουκάνικο chorizo, καπνιστά μύδια, κομμάτια από χταπόδι και καλαμάρι. Ένα πιάτο που παίζει έξυπνα με την κουζίνα των Ίβηρων και έχει και την τσαχπινιά που chef.
Ο Άλεξ είχε καλούς δασκάλους όπως μου λέει. Ανθρώπους που πίστεψαν σε αυτόν αλλά και τον ενέπνευσαν. «Είμαι τυχερός που δούλεψαν μαζί τους και που μου έδωσαν και κάτι για παρακαταθήκη». Πάνω σε αυτό τον ρωτάω με ποιόν θα ήθελε να δουλέψει μαζί «Με τον Χριστόφορο Πέσκια. Ταιριάζουν οι μαγειρικές μας τρέλες και είναι ένας άνθρωπος που τον εκτιμώ» θα μου αναφέρει ενώ εγώ απολαμβάνω το ψάρι ημέρες (ροφός ήταν) με μια μους από καπνιστό βούτυρο και πράσο. Στολιζόταν με μια όμορφη δαντέλα από μελάνι σουπιάς που πάνω της είχε χαβιάρι ρέγκας.
Η συζήτηση προχωράει όπως και η κουβέντα μας. Πιάτο με το πιάτο. Έρχεται η ώρα της αρνίσιας pecanha με την κρούστα από φουντούκι και μαύρο σκόρδο. Προσέχει την αντίδραση μου που είναι κάπως, μιας και το εν λόγω πιάτο δεν το βρήκα στο ίδιο ύψος με τα προηγούμενα. «Αυτή την αντίδραση φοβόμουν να μην έχει ο πατέρας μου όταν πρωτοδοκίμασε την μαγειρική μου, πριν από πολλά χρόνια. Την έτρεμα εκείνη την στιγμή. Ήθελα να τον ευχαριστήσω αλλά και να του δείξω ότι έκανα σωστή επιλογή» μου λέει. «Εκείνος έφυγε ενθουσιασμένος, αλλά μάλλον επειδή είμαι γιος του» και μου λέει και χαμογελά.
Εγώ θα σας πω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην φεύγει ενθουσιασμένος όποιος δοκιμάσει τα πιάτα του Άλεξ. Έχουν ένα τρόπο να χαρίζουν ένα όμορφο, γευστικό ταξίδι που αξίζει τον κόπο να το βιώσει κανείς μέχρι το τέλος. Μέχρι δηλαδή να έρθει στο τραπέζι εκείνο το ροζ γουρουνάκι-κουμπαράς από σοκολάτα που θα πρέπει να τον διαμελίσει για να βρει τον λογαριασμό. Με αυτό τον γλυκό τρόπο ολοκληρώθηκε το γευστικό μου οδοιπορικό στο CTC. Θα επιστρέψω ξανά εδώ, για ένα ακόμα ταξίδι. Διαφορετικό από αυτό που βίωσα γιατί δεν ξέρω αν σας είπα το μενού αλλάξει με την εποχικότητα αλλά και της διαθεσιμότητα των πρώτων υλών. Και αυτό όμως να μην άλλαζε θα ερχόμουν και πάλι για μια απολαυστική κουβέντα πιάτο-πιάτο με τον Άλεξ.
Ουμπλιανής 14 & Διοχάρους 27, Ιλίσια, 2107228812