«Δεν το περίμενα, αλλά το *οσφρίζομαι έχει πιένες. Δείτε γκουγκλιές, γνήσιες:
253 *οσφρίζομαι
17 *οσφρίζεσαι
247 *οσφρίζεται
149 *οσφριζόμαστε
246 *οσφρίζονται
(Μέχρι εκεί, βαρέθηκα.)» γράφει o nickel στο διαδικτυακό φόρουμ lexilogia.gr και συνεχίζει:
«Όχι, δεν υπάρχει ρήμα οσφρίζομαι, εκτός αν κάνουμε μια αίτηση να προστεθεί στα λεξικά. Υπάρχει οσφραίνομαι και υπάρχει και οσμίζομαι (οπότε εύκολα καταλαβαίνουμε και το μπέρδεμα).
Σήμερα βέβαια διάβασα και το σπάνιο (σπάνιο γιατί μόνο 35 το κάνουν λάθος) *οσφρησθεί στην Καθημερινή, το οποίο δεν μπορώ να φανταστώ από ποιο ρήμα προέρχεται αφού το ανύπαρκτο *οσφρίζομαι φτιάχνει τους ανύπαρκτους τύπους *οσφριστεί και *οσφρισθεί (145 τα υπαρκτά). Οσφρανθεί λένε όσοι θυμούνται το οσφραίνομαι».
«Ρεκόρ απο τα ανύπαρκτα της οικογενείας ίσως έχει το *οσφρίστηκαν που το δικό μου γκουγκλ στη δική μου χώρα δίνει 485 γκουγκλιές (ιδιογκουγκλιές; )» γράφει ο sarant λίγο πιο κάτω,ενώ ο Cadmian διαφωνεί: «Για να εμφανίζεται και στο γκουγκλ πάει να πει πως κάποιοι το χρησιμοποιούνε, έστω κι αν δεν θεωρείται σωστό γραμματικά. Άρα, ο χαρακτηρισμός «ανύπαρκτο» δεν είναι κάπως οξύμωρος;
Εξάλλου υποτίθεται ότι κι άλλοι τύπου ξεκίνησαν ως λανθασμένοι και αργότερα καθιερώθηκαν. Μπορεί κι αυτό με τη σειρά του να καθιερωθεί σε μετέπειτα στάδιο, αν δηλαδή θεωρήσουμε πως δεν έχει καθιερωθεί ήδη»
«Μα δεν είναι γραμματικό λάθος, είναι ανύπαρκτη λέξη, και δεν την κάνουν υπαρκτή τα λάθη κάποιων. Μ' αυτή τη λογική, και το *διήρκησε, με τις χιλιάδες ανευρέσεις, είναι υπαρκτή λέξη, και η *υπηρησία και η *μεγένθυση είναι υπαρκτές λέξεις, σωστά;» απαντά η Alexandra.
«Εμένα πάντως μου θυμίζει το τουλάχιστον αμφιλεγόμενο refudiate (refute+repudiate), μόνο που εδώ οι σημασίες των συνδυαζόμενων ρημάτων ταυτίζονται απόλυτα, άρα δεν βλέπω τον λόγο να φτιαχτεί και τρίτο ρήμα που δεν προσθέτει τίποτε, ενώ έχουμε ήδη δύο που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο.
ΛΚΝ: οσφραίνομαι [osfrénome] P7.2β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμβάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσμίζομαι. 2. (μτφ., προφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι3β: Oσφραίνεται στην ατμόσφαιρα κάτι το ύποπτο. [λόγ. < αρχ. ὀσφραίνομαι]
οσμίζομαι [ozmízome] P2.1β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμβάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσφραίνομαι. 2. (μτφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι3β. [λόγ. οσμ(ή) -ίζομαι]
Μπορεί να επικρατήσει τελικά, και η πιάτσα έχει σχεδόν πάντα τον πρώτο λόγο, ωστόσο εγώ στη μύτη μου στο στόμα μου δεν νομίζω να το βάλω, στο άμεσο μέλλον τουλάχιστον. Κάνετε ό,τι θέλετε, οσφρανθείτε ή οσμιστείτε ή *οσφριστείτε· εγώ πάω να *οσφρανιστώ τα ρόδα» μπαίνει στην κουβέντα ο daeman.
«Εννοούσα αυτό ακριβώς που επισήμανε ο Δαεμάνος για τη λογική της πιάτσας. Μπορεί απλά να βλέπουμε τη δημιουργία ενός νέου ρήματος που θα καθιερωθεί σε μερικά χρόνια σε επίπεδο "πιάτσας". Κι εγώ όταν άκουσα πρώτη φορά το αδείομαι/ αδειεύομαι/ διακοπεύω/ διακοπεύομαι, παραξενεύτηκα αλλά έχουν κερδίσει αρκετό έδαφος στον καθημερινό -τουτέστιν ημιεπίσημο- λόγο για να τα χαρακτηρίσω ως λανθασμένα. Γιατί όχι και το οσφρίζομαι;
Ούτε κι εγώ το'χω χρησιμοποιήσει μέχρι στιγμής, αλλά δεν με ενοχλεί σε κάτι, άρα δεν αποκλείω τίποτα» ανταπαντά ο Cadmian.
Πηγή: lexilogia.gr