Κάθε φορά που χειροδικούσε εναντίον της αυτή ψέλλιζε: «Μην με χτυπάς» και μετά κλείνονταν μόνη της στην κρεβατοκάμαρα. Έκλαιγε. Η αναμμένη τηλεόραση έπαιζε συνήθως ένα βραζιλιάνικο σήριαλ. Πατούσε το τηλεκοντρόλ και την έκλεινε. Δεν ήθελε να ακούει τίποτε. Και κανέναν.
Όταν γνώρισε τη γυναίκα του ήταν Ιούλιος. Κάψα, κατακαλόκαιρο. Της μίλησε. Του μίλησε. Σε μια βδομάδα βγήκαν ραντεβού. Το βράδυ κιόλας κοιμήθηκαν στο ίδιο κρεβάτι. Αυτή έμεινε έγκυος. Ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας, αφού πρώτα έραψαν σε μοδίστρα το νυφικό που θα έπρεπε να σκεπάζει μία κοιλιά που κυοφορούσε ήδη ένα μωρό πέντε μηνών. Γέννησε με καισαρική. Το δωμάτιο 411 της κλινικής γέμισε με μπλε μπαλόνια. Ήταν αγόρι. Το μωρό έκλαιγε πολύ. Οι νεαροί γονείς δεν ήξεραν αν πονάει κάπου ή πεινάει.
Η ζωή της άλλαξε μετά τη γέννα. Αλλά και το σώμα της. Όλο ραγάδες στην κοιλιά. Άσε που πήρε και είκοσι έξι κιλά και φοβάται να πατήσει στη ζυγαριά λες και θα πατήσει σε νάρκη. Από τη μια το κλάμα του μωρού κι από την άλλη οι σκοτούρες στη δουλειά. Άραγε θα έχει δουλειά αύριο; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ή μάλλον καναπές. Εκεί δηλαδή που μετακόμισε αυτός με ένα μαξιλάρι και μία καρώ κουβέρτα μόνο. Αυτή κρατάει στο ένα χέρι το μπιμπερό με το ζεσταμένο γάλα και στο άλλο μία δίαιτα για να ξαναζεστάνει τη σχέση τους. Έλα όμως που η σχέση τους είχε ήδη καεί.
Ύστερα ήρθε η πανδημία. Και με την πανδημία ήρθε η καραντίνα. Κλείστηκαν στο σπίτι. Τη συνέχεια μπορεί να την μαντέψει κάποιος. Την πρώτη φορά που την χτύπησε έγινε διά ασήμαντον αφορμήν. Επειδή πήρε λεφτά από την τσέπη του χωρίς να τον ρωτήσει για να αγοράσει φρουτόκρεμα του μικρού που έβγαλε το πρώτο του δοντάκι. Τις επόμενες φορές, πάλι για κάτι ασήμαντο. Φοβόταν να τον καταγγείλει. Αυτόν που κάποτε της έδινε φιλιά και τώρα της δίνει χαστούκια.
Αυτή τηλεφώνησε στο Κέντρο Διαχείρισης κρίσεων για να τον καταγγείλει επιτέλους κρατώντας σφιχτά το χέρι της που πονούσε ακόμη από την κλωτσιά που έφαγε. Δεν τηλεφώνησε όμως μόνο αυτή. Οι κλήσεις ήταν πάνω από 110.000. Καθημερινά καλούσαν γυναίκες από όλη την Ελλάδα, με την πλειονότητα των κλήσεων να εντοπίζονται στην Περιφέρεια Αττικής. Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας είναι τα παράπλευρα «κρούσματα» της πανδημίας.
Η Άντζελα Ζιούτη γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη σχολή Oικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. Έχει εργαστεί στη διαφήμιση, στην εκπαίδευση και ως υπευθ. πωλήσεων και δημοσίων σχέσεων σε μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Άρθρα της κοινωνικού ενδιαφέροντος δημοσιεύονται συχνά στο διαδίκτυο,ενώ αρθρογραφούσε καθημερινά σε πρωινή εφημερίδα Free press μεγάλης κυκλοφορίας της Θεσσαλονίκης. Σήμερα αρθρογραφεί στην καθημερινή εφημερίδα ΕΘΝΟΣ. Εμφανίστηκε στα γράμματα με το έργο: «Ο Θεός κατοικεί σε ουρανοξύστη, 31 ποιήματα της πόλης»,Παρατηρητής, 1999, Θεσσαλονίκη (ποίηση) Ακολούθησαν:“Η Αρχιτεκτονική των σιωπηλών ημερών”, Ελληνικά Γράμματα, 2003, Αθήνα (ποίηση) “Ο ήλιος στο πάτωμα”, Φερενίκη, 2009, Αθήνα (μυθιστόρημα), “Μαύρη πέτρα” (Θεατρκό έργο) 2015, “Ο άνθρωπος που μιλούσε με τα αγάλματα”, Γαβριηλίδης, 2017 Αθήνα (ποίηση). Mιλάει Γερμανικά και Αγγλικά . Επί σειρά ετών υπηρέτησε ως γεν. Γραμματέας της Εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων Βορείου Ελλάδος. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Βραβεύτηκε από το Φιλολογικό σύλλογο Παρνασσό (Β' βραβείο Ποίησης 2000), τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (Γ' βραβείο Ποίησης 1999) την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης (Α' βραβείο Ποίησης 2001) κ.ά.Είναι παντρεμένη με τον Πυρηνικό γιατρό Δημήτρη Γρηγοράκη κα ζει στη θεσσαλονίκη.
Photo: unsplash.com
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram