Ένα πουλί γεννήθηκε μέσα στο κλουβί. Πρωτοαντίκρισε το φως της ημέρας πίσω από τα κάγκελα. Το αφεντικό του το τάιζε. Ήθελε να το ακούει να τραγουδάει. Τραγουδούσε πολύ μελωδικά. Έτσι κύλησαν τα χρόνια. Ώσπου ένα χέρι άνοιξε την πόρτα του κλουβιού. Αυτό σάστισε. Μαζεύτηκε σε μία γωνία. Και σταμάτησε να τραγουδάει. Έβλεπε την ορθάνοιχτη έξοδο προς την ελευθερία. Όμως το πουλί είχε γεννηθεί μέσα στο κλουβί. Στην αρχή έβγαλε το κεφαλάκι του. Κοίταξε τον ουρανό. Μετά πήδηξε μέχρι την άκρη του μπαλκονιού. Τίναξε τα φτερά του στον αέρα. Άρχισε να τα κουνάει. Ξαφνικά ένιωσε ότι πετάει. Δεν το είχε ξανανιώσει ποτέ. Μετά τα κουνούσε πιο δυνατά. Και πιο δυνατά. Μέχρι που χάθηκε στους τέσσερις ορίζοντες. Όμως μέχρι εκείνο το χέρι να του ανοίξει την πόρτα του κλουβιού το πουλί νόμιζε ότι δεν μπορεί να πετάξει.
Ναι. Η πανδημία του κοροναιού μοιάζει με ένα τεράστιο κλουβί. Αναστολή δραστηριοτήτων, κατεβασμένα τα ρολά στα καταστήματα, τα καφέ και τα εστιατόρια στοιχειωμένα, οι τουρίστες που δεν ξέρουμε ακόμη αν θα έρθουν και οι ξεναγοί που αναζητούν απασχόληση, οι ηθοποιοί να ονειρεύονται ξανά ένα γεμάτο θέατρο, τα γυμναστήρια έρημα και σκονισμένα, ο έμπορος που θυμίζει το γνωστό έργο του συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ και έχει γίνει πια εμποράκος με τον οικονομικό θάνατο να είναι κοντά. Και οι άνθρωποι που κλειστήκανε μέσα. Δίχως κοινωνικές συναναστροφές, δίχως γιορτές και εκδρομές στη φύση.
Η γιαγιά Ευτέρπη ψάχνει το τηλεκοντρόλ. Θέλει να αλλάξει κανάλι. Θέλει να αλλάξουν όλα.
Η απειλή της λοίμωξης και τα αυστηρά μέτρα περιορισμού έχουν ως απότοκο την οικονομική ανασφάλεια τους με τις αντοχές τους να στερεύουν νιώθοντας ασφυκτικά από μία παρατεταμένη δοκιμασία.
Ανασφάλεια, αβεβαιότητα και «ροκάνισμα» εισοδημάτων των περισσότερων επαγγελματικών τάξεων. Η ίδια η επιστημονική κοινότητα κρούει το καμπανάκι για τις βραχυπρόθεσμες και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, στην κάκιστη πλέον ψυχολογία του κοινωνικού συνόλου.
Η γιαγιά Ευτέρπη που έχει να ανταμώσει με τα εγγονάκια μήνες. Και της λείπει ένα φιλί και ένα άγγιγμα από δαύτα. Σκέφτεται να τα αγοράσει από μία λαμπάδα για το Πάσχα. Από που όμως; Και άραγε θα γιορταστεί φέτος το Πάσχα; Ή μήπως θα πέσουνε μόνο κάτι πυροτεχνήματα τη νύχτα τη στιγμή που ο τηλεοπτικός δέκτης θα μεταδίδει την αναστάσιμη ακολουθία και το «Χριστός Ανέστη» από έναν Ναό που θα λειτουργεί κι αυτός δίχως πιστούς;
Ο ίδιος τηλεοπτικό δέκτης μεταδίδει την επιδημιολογική εικόνα. Παντού διασωληνομένοι στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Η γιαγιά Ευτέρπη ψάχνει το τηλεκοντρόλ. Θέλει να αλλάξει κανάλι. Θέλει να αλλάξουν όλα.
Η Άντζελα Ζιούτη γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη σχολή Oικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. Έχει εργαστεί στη διαφήμιση, στην εκπαίδευση και ως υπευθ. πωλήσεων και δημοσίων σχέσεων σε μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Άρθρα της κοινωνικού ενδιαφέροντος δημοσιεύονται συχνά στο διαδίκτυο,ενώ αρθρογραφούσε καθημερινά σε πρωινή εφημερίδα Free press μεγάλης κυκλοφορίας της Θεσσαλονίκης. Σήμερα αρθρογραφεί στην καθημερινή εφημερίδα ΕΘΝΟΣ. Εμφανίστηκε στα γράμματα με το έργο: «Ο Θεός κατοικεί σε ουρανοξύστη, 31 ποιήματα της πόλης»,Παρατηρητής, 1999, Θεσσαλονίκη (ποίηση) Ακολούθησαν:“Η Αρχιτεκτονική των σιωπηλών ημερών”, Ελληνικά Γράμματα, 2003, Αθήνα (ποίηση) “Ο ήλιος στο πάτωμα”, Φερενίκη, 2009, Αθήνα (μυθιστόρημα), “Μαύρη πέτρα” (Θεατρκό έργο) 2015, “Ο άνθρωπος που μιλούσε με τα αγάλματα”, Γαβριηλίδης, 2017 Αθήνα (ποίηση). Mιλάει Γερμανικά και Αγγλικά . Επί σειρά ετών υπηρέτησε ως γεν. Γραμματέας της Εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων Βορείου Ελλάδος. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Βραβεύτηκε από το Φιλολογικό σύλλογο Παρνασσό (Β' βραβείο Ποίησης 2000), τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (Γ' βραβείο Ποίησης 1999) την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης (Α' βραβείο Ποίησης 2001) κ.ά.Είναι παντρεμένη με τον Πυρηνικό γιατρό Δημήτρη Γρηγοράκη κα ζει στη θεσσαλονίκη.
Φωτό: Gauravdeep Singh Bansal