Τη νύχτα της 18ης Σεπτεμβρίου του 2013 δύο κορίτσια, νεαρές φοιτήτριες και φίλες κάθονται αμέριμνα σε ένα παγκάκι στο Κερατσίνι για να κουβεντιάσουν. Λίγη ώρα αργότερα βλέπουν να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια της μία αδιανόητη σκηνή βίας που καταλήγει στη δολοφονία ενός ανθρώπου. Τριγύρω τους κανείς δεν αντιδρά. Βλέπουν τον δολοφόνο να απομακρύνεται με ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε κάποιος άλλος και προλαβαίνουν να σημειώσουν τον αριθμό. Τότε οι πάντες, από τις οικογένειες τους μέχρι την αστυνομία τις ικέτευαν να κάνουν ότι δεν είδαν. Να σιωπήσουν. Παρόλα αυτά εκείνες, η Δήμητρα Ζώρζου και η Παρασκευή Καραγιαννίδου αποφασίζουν να υψώσουν γενναία το ανάστημα τους, να επιλέξουν στρατόπεδο, κατανοώντας ότι η ουδετέροτητα θα ήταν ό,τι πιο ντροπιαστικό στη συγκεκριμένη συγκοιρία.
Τον Νοέμβριο του 2015 καταθέτουν στο δικαστήριο όλα όσα είδαν, παίζοντας τον καθοριστικότερο ρόλο στην καταδίκη των ανθρώπων που ευθύνονται για τον άδικο χαμό του Παύλο Φύσσα εκείνον τον Σεπτέμβριο του 2013.
«Τρεις χτυπούσαν έναν. Κάποια στιγμή αυτοί φεύγουν, τα παιδιά τα χτυπημένα ήταν ζαλισμένα δεν ήταν σε θέση να φύγουν. Τους φώναζαν "φύγετε ρε φασίστες". Σηκώθηκα όρθια. Είδα να έχουν μείνει τρία παιδιά, έναν τον είχε πιάσει κάποιος και τον χτυπούσε πάνω σε μια βιτρίνα. Πλησίασαν τον Παύλο από πίσω και τον χτύπησαν. Εκείνος γυρνάει προς το μέρος τους, έρχονται κι άλλοι δέκα και ξεκινάνε και χτυπάνε και τους τρεις .Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ένα αυτοκίνητο στο αντίθετο ρεύμα. Ξαφνιαστήκαμε, όπως και τα τρία παιδιά... Σταμάτησε ακριβώς δίπλα στα τρία παιδιά... Γύρισαν προς το αυτοκίνητο. Άρχισαν να απομακρύνονται αυτοί που χτυπούσαν κι έμειναν δυο -τρεις. Κάποιοι στάθηκαν απέναντι μαζί με τους υπόλοιπους και 2-3 στάθηκαν πίσω από τον Παύλο. Θεώρησα ότι το αυτοκίνητο ήταν ασφαλίτικο».
«Ακόμα δεν είχα δει. Βλέπουμε έναν να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Ο Παύλος γύρισε να κοιτάξει. Ο οδηγός που βγήκε κάνει δυο-τρία βήματα, πλησιάζει τον Παύλο και τον παίρνει αγκαλιά. Δεν μπορούσε να αντιδράσει ο Παύλος, ήταν πολύ κοντά. Είδα μόνο δύο κινήσεις του χεριού του οδηγού του αυτοκινήτου. Οι άλλοι τρεις του είχαν κάνει έναν κλοιό... Ο οδηγός γύρισε και προσπάθησε να μπει ξανά μέσα στο αυτοκίνητο. Εκείνη την ώρα φωνάζει ο Παύλος "με μαχαίρωσε". Τότε καταλάβαμε πόσο σοβαρό ήταν αυτό που είχε γίνει. Τον οδηγό τον έπιασε ένας της ομάδας ΔΙΑΣ.
Η Δ. Ζώρζου υπέδειξε τον Ιωάννη Καζαντζόγλου ως τον οδηγό του οχήματος που μετέφερε τον Γ. Ρουπακιά.
Ο Καζαντζόγλου αντέδρασε οργισμένα λέγοντας «Κοίταξέ με καλά, με θυμάσαι από εκείνο το βράδυ;», όπως καταγράφηκε από τα πρακτικά της δίκης, ενώ στη συνέχεια της είπε: «Αφήστε με να βγω έξω και θα της δείξω εγώ...», με τη Δ. Ζώρζου να αποχωρεί με κλάματα από την αίθουσα. Όταν επέστρεψε, ανέφερε στο δικαστήριο πως δέχεται «ύποπτα» τηλεφωνήματα, πιέσεις και απειλές για να μην καταθέσει στη δίκη.
Στη συνέχεια κατέθεσε πως ο Ρουπακιάς ανέβαινε τις σκάλες του Αστυνομικού Τμήματος χωρίς συνοδεία αστυνομικών, ενώ στην πρώτη της κατάθεση οι αξιωματικοί της είπαν πως θα καταγράψουν «μόνο τα σημαντικά», ενώ ανέδειξε το οργανωμένο σχέδιο της επίθεσης: «Έγιναν δύο επιθέσεις και υπήρξε ανάπαυλα μεταξύ των δύο επιθέσεων που έδωσε χρόνο στους επιτιθέμενους να οργανώσουν και την δεύτερη επίθεση ενώ παράλληλα υπήρξε και το αυτοκίνητο του Ρουπακιά που ήλθε ανάποδα στην Τσαλδάρη [...] Προσπάθησαν να καθυστερήσουν, με τα χτυπήματα, μέχρι να έρθει το αυτοκίνητο».
Χθες, την ιστορική αυτή ημέρα που νίκησε η δημοκρατία και μαζί της νικήσαμε όλοι μας, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, κύριος Θανάσης Καμπαγιάννης, ολοκληρωσε τη αγορεύση του, τονίζοντας την ξεχωριστή σημασία στις καταθέσεις αυτών των δύο γυναικών που δεν δείλιασαν στιγμή και συνέχισαν να πολεμούν για τη δικαιοσύνη και για τη συντριβή της εγκληματικής οργάνωσης με το όνομα Χρυσή Αυγή.
Το συγκλονιστικό απόσπασμα της αγόρευσης:
«Θέλω να επισημάνω ότι ήταν πολύ σημαντική η προσέλευση των μαρτύρων. Σε όλες τις υποθέσεις. Ειδικά στη δική μας περίπτωση, η προσέλευση των Αιγύπτιων αλιεργατών, ανθρώπων που είναι ξένοι, σε μια ξένη χώρα, που δεν ήρθαν εδώ για φασαρίες, ούτε για να κάνουν πολιτικό αγώνα. Ήρθαν για το μεροκάματο. Ήταν σημαντικό ότι βρήκαν το θάρρος, αφύλαχτοι, επώνυμοι, να σταθούν και να δείξουν.
(...) Πιο σημαντικές θεωρώ ότι ήταν οι δύο φοιτήτριες, η Δήμητρα Ζώρζου και η Παρασκευή Καραγιαννίδου. Δυο νέες κοπέλες που βρέθηκαν τυχαία σ' ένα παγκάκι να λένε τα δικά τους και κατέληξαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες της σημαντικότερης πολιτικής δολοφονίας της γενιάς μας, τουλάχιστον των τελευταίων δεκαετιών. Και δεν φοβήθηκαν να δώσουν το όνομά τους. Και θυμόσαστε ότι οι αστυνομικοί έκαναν έκκληση, αλλά πολύ λίγοι το έκαναν, από πολύ κόσμο που το είχε δει, γιατί το έγκλημα έγινε "σε δημόσια θέα".
(...) Το βράδυ εκείνο η Καραγιαννίδου επικοινώνησε με τη μητέρα της για να της πει ότι είναι σε ένα αστυνομικό όχημα, ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας δολοφονίας και ότι πάει να καταθέσει. Και η μητέρα της είπε τότε: «Kατέβα τώρα από το αυτοκίνητο όπου κι αν είσαι, πάρε ένα ταξί και γύρνα σπίτι σου». Και η Καραγιαννίδου της απάντησε: «Αν ήταν κάτω πεσμένος ο αδελφός μου, θα έλεγες το ίδιο;». Και την αψήφησε. Και πήγε και κατέθεσε.
Τι φοβερό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Να έχεις κάνει ένα παιδί, ένα κορίτσι, να μεγαλώνει, να γίνεται μια νέα κοπέλα, να ενηλικιώνεται, να έρχεται η ώρα να απογαλακτιστεί, να σε αψηφήσει. Και να χτυπάει το τηλέφωνο μετά τα μεσάνυχτα, να ακούς το παιδί σου να σου λέει ότι χύθηκε αίμα, ότι έχει εμπλακεί σ' αυτή την ιστορία και ότι πάει να καταθέσει. Και να σε αψηφάει έτσι. Σε μια τέτοια περίπτωση. Τι φόβο θα πρέπει να ένιωσε αυτή η μάνα εκείνο το βράδυ. Αλλά και τι καμάρι.
Και με ρώτησαν για την πρόταση της εισαγγελέως που δεν αναγνώρισε καμιά ευθύνη της ηγεσίας των νεοναζί για τόσα εγκλήματα. Και από την απορία τους για την εισαγγελέα θυμήθηκα το καβαφικό «Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι να πούνε». Και σκέφτηκα πως ο καθένας λαμβάνει τελικά στην Ιστορία τη θέση που επέλεξε, αυτή που του αξίζει.
Δεν ξέρουμε για σας, κ. πρόεδρε, αλλά για εμάς αυτές οι δύο νεαρές κοπέλες είναι ο λόγος που μπορούμε να κοιμόμαστε τα βράδια. Μέσα σε ένα ζοφερό τοπίο, για την κοινωνία, για τον κόσμο, αυτές οι δύο νεαρές κοπέλες εκτέλεσαν τα πολιτικά τους καθήκοντα με την πραγματική έννοια του όρου "πολιτικά". Γιατί εκείνη την άγρια νύχτα δεν έδρασε μόνο ο κόσμος των λύκων, γιατί αγέλη λύκων ήταν αυτοί που χύμηξαν πάνω στον Παύλο Φύσσα. Αλλά έδρασε, αναδύθηκε, και ο κόσμος των μελισσών, ο κόσμος της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο έναν άνθρωπο και δεν λέει "να ένας ξένος", αλλά λέει "να ο αδελφός μου".
Γι' αυτό τον λόγο, περισσότερο από κάθε άλλο μάρτυρα, στην περίπτωση αυτών των δύο νεαρών γυναικών, καλείστε όχι μόνο να κρίνετε την αξιοπιστία τους, αλλά, καλείστε, κυρίες και κύριοι δικαστές, να τοποθετηθείτε. Κι εσείς, κ. πρόεδρε, με ποιον είστε. Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;»