«Μπροστά στους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, πάντα έχω την αίσθηση ότι είναι καρέ ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ» σχολιάζει ο Βιμ Βέντερς στο τρέιλερ της νέας, τρισδιάστατης εγκατάστασής του με τίτλο «Two Or Three Things I Know About Edward Hopper» συνεχίζοντας: «Και αρχίζω να αναρωτιέμαι, ποια ιστορία ξεκινάει εδώ; Τι θα συμβεί σε αυτούς τους χαρακτήρες την επόμενη στιγμή; Σας προσκαλώ σε μια τρισδιάστατη εμπειρία που θα σας παρασύρει σε ένα ταξίδι στον κόσμο του Χόπερ. Στη μαγική χώρα που απλώνεται ανάμεσα στους πίνακες, τις ταινίες και τις αφηγήσεις».
O Έντουαρντ Χόπερ (1882-1967) υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρεαλισμού στην αμερικανική τέχνη του μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στο Νίακ της Νέας Υόρκης και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη. Από το 1900 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νέα Υόρκη όπου αρχικά είχε πάει για σπουδές, ζώντας την καθημερινότητα της μεγαλύτερης μητρόπολης των Η.Π.Α.
Κύριο θέμα του είναι η αμερικάνικη μεγαλούπολη όπου, κατά τον σύγχρονό του συγγραφέα Sinclair Lewis, «η ανία γίνεται θεός». Στις ανώνυμες προσόψεις από τούβλο, στους νυχτερινούς ερημικούς δρόμους, στις επιγραφές neon και τους σωλήνες του γκαζιού, στα μπαρ, τους κινηματογράφους, τα γραφεία, τα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα βενζινάδικα ανακαλύπτει και μορφοποιεί την κοινοτοπία και την αδυναμία φυγής του καθημερινού ανθρώπου της μαζικής κοινωνίας που, όταν απεικονίζεται, μοιάζει με ξύλινη απαθή κούκλα σε μια ανήσυχη, μελαγχολική ατμόσφαιρα.
Στους πίνακες του εκφράζει τη μοναξιά, την αποξένωση και την έλλειψη επικοινωνίας που χαρακτηρίζουν τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής στις μεγαλουπόλεις. Παρά το γεγονός ότι τα έργα του δίνουν την εντύπωση ότι αποτυπώνουν ρεαλιστικές ψυχρές εικόνες από την εποχή του, ο Χόπερ κατορθώνει να συνθέσει ένα «υπερπραγματικό» σκηνικό με ποιητική, ίσως μυστηριακή, ατμόσφαιρα να περιβάλει τις ανθρώπινες μορφές-κυρίως γυναίκες- που χαρακτηρίζονται από έντονη εσωτερικότητα και προκαλούν για τα "κρυμμένα" συναισθήματά τους έντονη συγκίνηση στους θεατές.
Πώς σήμερα οι πίνακες του Χόπερ έγιναν η ιδανική απεικόνιση της κουλτούρας της καραντίνας; Πώς φτάσαμε σε αυτόν το συσχετισμό; #Μένουμε_Σπίτι, κλεισμένοι, ατενίζοντας τις ερημωμένες πόλεις από το παράθυρο. Ο συνειρμός αναπόφευκτος. «Είναι δύσκολο για μένα να γνωρίζω εκ των προτέρων τι θα ζωγραφίσω. Όλα έρχονται σιγά σιγά» είχε πει κάποτε ο ίδιος.
«Τα νυχτοπούλια» είναι ένας από τους διασημότερους πίνακες του καλλιτέχνη. Ο τίτλος ανήκει στη σύζυγό του, η οποία παρατήρησε πως ο ένας από τους άνδρες έχει στην πραγματικότητα το ράμφος ενός πουλιού για μύτη. Η ίδια θα γράψει αργότερα στην αδερφή της: «Ο Εντ μόλις τελείωσε έναν πολύ καλό πίνακα. Μια καντίνα τη νύχτα με τρεις φιγούρες. Τα Νυχτοπούλια είναι ένα καλό όνομα γι’ αυτό το έργο. Ο Εντ πόζαρε στον καθρέφτη για τις ανδρικές φιγούρες και εγώ για τη γυναικεία. Το δούλευε επί ενάμιση μήνα».
Η αλήθεια είναι ότι η ζωή μας τώρα έχει αρχίσει κυριολεκτικά να θυμίζει τον πίνακα «Πρωινός Ήλιος», στον οποίο απεικονίζεται η σύζυγός του Τζο και ολοκληρώθηκε όταν ο ίδιος είχε συμπληρώσει τα 70 του χρόνια. Λουσμένη μ' ένα χρυσό, απόκοσμο φως, η Τζο στέκεται μόνη, αποκομμένη από τον εξωτερικό κόσμο. Όπως και οι υπόλοιπες φιγούρες του Χόπερ όμως, μοιάζει συγχρόνως αυτάρκης στην αποξένωσή της μέσα σε μια απειλητικά χαοτική μητρόπολη. Ή, όπως σχολιάζει η @alexandraroach1 που ανέβασε την εικόνα στον λογαριασμό της στο ίνσταγκραμ «θα μπορούσα να είμαι εγώ στον πίνακα, απλά θα είχα κι ένα κινητό στο χέρι...».
Σχεδόν οχτώ δεκαετίες μετά τη δημιουργία του έργου, οι χρήστες των σόσιαλ μίντια αποθεώνουν εκ νέου τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, όπως παρουσιάστηκε στην εποχή της πανδημίας.
Και το μόνο που έχουμε σε αυτή την εποχή της απόλυτης ανασφάλειας είναι να προσέξουμε ο ένας τον άλλο, να φροντίσουμε τους εαυτούς μας και φυσικά να βρούμε τη γαλήνη στη θαλπωρή του σπιτιού μας.