Το 2010 είδα μία φωτογραφία του Kinsterna και έμεινα εκεί, να την κοιτώ, σαστισμένη μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, για ένα τέταρτο, μπορεί και παραπάνω. Τι μέρος είναι αυτό; Από ποιο παραμύθι βγήκε; Ένιωσα ξανά τρίχρονο που φτιάχνει ιστορίες με ήρωες, φανταστικά πλάσματα και σουρεάλ δράση. Σίγουρα αυτές οι κίτρινες μαργαρίτες, της άνοιξης, το βράδυ φωσφορίζουν σαν πυγολαμπίδες και τα παράθυρα ανοιγοκλείνουν σαν μάτια. Υποσχέθηκα να το επισκεφθώ.
«Τι κάνεις σε δύο σαββατοκύριακα από τώρα» με ρωτάει τις προάλλες η Φλώρα Παρασκευοπούλου, managing director του Press a Porter, η οποία ξέρει καλά τι σημαίνει δημοσιογραφία, επικοινωνία και hoteling -με αυτήν ακριβώς τη σειρά. «Κάνω ό,τι μου πεις» της απαντώ, με τυφλή εμπιστοσύνη, γιατί η Φλω έχει πάντα μία πρόταση-μπριγιάντι και γιατί το μήνυμά της με βρίσκει καταμεσήμερο στο γραφείο, με διάθεση να πατήσω το κουμπί της αυτόματης εκτόξευσης. «Πάμε Kinsterna» μου ανακοινώνει. Νιώθω τυχερή, στην τοποθεσία Μαρούσι. Αυτό που ακολούθησε και η άρτια προετοιμασία της Έφης Μοσκόφογλου, marketing manager του Kinsterna, για την καλοπέρασή μας, με δικαίωσε.
Δε γνώριζα τίποτα για την ιστορία του κτιρίου, ούτε για τον χώρο που το αγκαλιάζει. Η Μονεμβασιά αρκούσε για να αποκτήσει και ιππότη, δράκο και Τζον Σνόου, το παραμύθι. Ένα Game of Thrones πριν τα sequels, ένα επικό, λυρικό και ηρωικό σκηνικό. Το όνομά της, Μονεμβασιά, είναι σύνθετη λέξη, προέρχεται από τις δύο ελληνικές λέξεις Μόνη και Έμβασις. Ένας μοναχικός, ασβεστολιθικός βράχος, στην νοτιοανατολική ακτή της Πελοποννήσου, 20 ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Μαλέα.
«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος για τον τόπο που τον γέννησε.
«Ξημέρωνε όταν περνούσα τη στενότατη λουρίδα, την μόνην έμβασιν, που σμίγει τον απόγκρεμο βράχο της Μονεμβασιάς με τη στεριά. Προχωρούσα κοιτάζοντας τον περήφανο βράχο και δεν τον αποχόρταινα. Ως τώρα νόμιζα πως το ανώτατο που είχα δει στο Μοριά ήταν το κάστρο της Καρύταινας. Μα πόσο πιο άγριος, επιβλητικός κι ολομόναχος είναι ο γρανίτης ετούτος, το Γιβραλτάρ της Ελλάδας! Τη νύχτα μου φάνηκε σα φοβερό θεριό που ενενδρεύει· σήμερα, μέσα στο φως της αυγής, έλαμπε σα γιγάντιο αμόνι απάνω στο νερά» έγραφε ο Νίκος Καζαντάζκης στο κείμενό του, Ταξίδι στο Μοριά.
Σήμερα, ήταν η δική μας σειρά να ζήσουμε την εμπειρία. Μια ομάδα 20 δημοσιογράφων και ανθρώπων των μίντια αριβάραμε για Λακωνία. Επιβλητικός τόπος, κοντράρει στα ίσια την ανθρώπινη παρουσία, αδάμαστος και άγριος φιλικός με τον τρόπο του. Το Kinsterna Hotel, βρίσκεται στον οικισμό του Αγίου Στεφάνου, 7 χλμ νοτιοδυτικά της Μονεμβασιάς, έχει ουσιαστικά θέα τον όγκο του εντυπωσιακού βράχου και είναι χτισμένο στην άκρη του κτήματος «Ιμπραήμ Μπέη».
Το βράδυ είχε πέσει όταν φτάσαμε. Τα αρώματα της γης μπλέχτηκαν με αυτά της κουζίνας του σεφ, Γιώργου Χάψα, και όλα έγιναν γιορτή και καλωσόρισμα πάνω από ένα μακρύ τραπέζι, με κρασί. Δε γνώριζα ότι υπάρχει ελληνικός σολομός κι εκείνο το βράδυ, σε εκείνο το λουκούλλειο τσιμπούσι, το έμαθα. Ελληνικός σολομός του Γεροντίδη, που μπορείς να τον προμηθευτείς από την περιοχή του Καστορίου. Να μια γκουρμέ πληροφορία για να καταγράψω στα notes του κινητού μου. Οι οβριές, οι χειροποίητοι βολβοί, το λάδι από αγριελιές, το ντόπιο γουρουνάκι Νεάπολης, το κατσικάκι Πάρνωνα, η πορτοκαλόπιτα με συνοδεία ντόπιο, αγελαδινό γιαούρτι Βουλουμάνου. Ένα γευστικό γιορντάνι, που θέλεις αλλά δε μπορείς να ξεχάσεις με την επιστροφή σου στην Αθήνα. Το προνομιακό τραπέζι της περιφέρειας, οι μοναδικές γεύσεις που στοιχειώνουν τη σκέψη σου.
Δεν πρόλαβε η ικανοποίηση να βρει θέση στην καρδιά μου και αντίκρισα το δωμάτιο μου. Νέο καρδιοχτύπι. Στον αριθμό 41, μια φωλιά σε τρία επίπεδα με περίμενε. Το υπέροχο με την υψηλού επιπέδου φιλοξενία είναι ότι γίνεται αποδεκτή με ξεχωριστή ευκολία: δε χρειάζεται να προσαρμοστείς εσύ σε αυτήν, έρχεται αυτή καταπάνω σου και σε κυκλώνει σαν προστατευτικό κουκούλι.
Κάθε φωλιά του ξενοδοχείου Kinsterna είναι διαφορετικό, κανένα από τα δωμάτια και σουίτες δε μοιάζει με το άλλο. Το μόνο που τα ενώνει είναι το καλό γούστο και η στάμπα στην ταπετσαρία –ένα διακριτικό μοτίβο δαντέλας πλεγμένης με βελονάκι.
«Η προπύρα είναι το πρώτο ψωμί που βγαίνει από τον φούρνο, πριν μπουν τα καρβέλια και τρώγεται με λάδι, χοντρό αλάτι και ρίγανη» μας εξηγεί η Ματούλα, την άλλη μέρα το μεσημέρι, ξεφουρνίζοντας ένα ζυμαρένιο ποίημα. Έχω φάει ήδη δύο κομμάτια και ονειρεύομαι το τρίτο, αλλά κρατιέμαι. Δυο μέρες μετά, στην Αθήνα, το μετανιώνω. Έπρεπε να φάω και τρίτο.
Σειρά της Αναστασίας, να πάρει τη σκυτάλη της «χειροποίησης» και να μας βάλει στο τριπ να φτιάξουμε τα δικά μας σαπούνια γλυκερίνης. Το δικό μου περιείχε baby powder, παπαρουνόσπορο, μπαχαρικά και αρωματικά βότανα από τους κήπους του αρχοντικού. «Είναι τόσο αγχολυτικό» λέει η Χρύσα, η οποία φτιάχνει τρία σαπούνια, αποκλείοντας οποιαδήποτε μεταμέλεια, τύπου «έπρεπε να φτιάξω και τρίτο» πίσω στην Αθήνα.
«Το ξενοδοχείο είναι πλήρες αυτή τη στιγμή, αλλά δε φαίνεται» θα μου πει λίγη ώρα αργότερα η διευθύντρια του Kinsterna, Ζουζού Παπαδημητρίου, την ώρα που πηγαίνουμε για πικ νικ, στους γύρω αγρούς, κάτω από τον φωτεινό ήλιο. Όντως. Δε φαίνεται. Κανείς δεν ενοχλεί κανέναν σε αυτό το ακύμαντο μέρος. Λες και η γενναία πραότητα του τοπίου ορίζει συμπεριφορές και συνθήκες.
Μετά από τρία ποτήρια γλυκόπιοτο, ροζέ κρασί Kinterna -μια διαλεχτή παραγωγή του ξενοδοχείου-, ξαπλωμένη στο γρασίδι, πάνω στα υφαντά, χειροποίητα χαλιά, με τις πρώτες ζεστές ακτίνες να τρυπούν τη μπλούζα μου, πιάνω τον εαυτό μου να γελάει. Χωρίς λόγο. Αγνή χαρά. «Σας πειράζει που μεγαλώνουμε;» ρωτάει η Ελένη. «Πάρα πολύ» είναι η αυθόρμητη απάντηση (κυρίως από πλευράς μου). Κι ενώ η ειλικρίνεια κερδίζει πάντα, εκείνη την ώρα δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Τίποτα δεν έχει σημασία. Ούτε η ηλικία, ούτε ο χρόνος, ούτε ο καιρός. Μόνο ο τόπος μετράει. Κι αυτός ο τόπος είναι σεβαστός. «Αυτή η γη, εδώ που ξαπλώνουμε, ανήκει στην οικογένεια του Ρίτσου» λέει η Έφη Μοσκόφογλου, η οποία έχει σκεφτεί και την παραμικρή λεπτομέρεια της φιλοξενίας μας -πριν από μας για μας. Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής έχει ρίζες από τη Μονεμβασιά. Κι εμείς, οι σύγχρονοι εκδομείς, έχουμε ριζώσει εκεί, κάτω από τον σιέλ ουρανό της Λακεδαιμονίας, με φτερουγίσματα ανάτασης στην καρδιά. Ξανανιώθω τυχερή, στην τοποθεσία Μονεμβασιά, αυτή τη φορά.
Στο σημείο αυτό και για να τιμήσω τη μέθη του μυαλού μου, θα καταθέσω μία μίνι πληροφορία: Ο Σαίξπηρ είχε κάνει αναφορά στο κρασία Μαλβάζια της περιοχής: «Θα ήθελα να πνιγώ σε ένα βαρέλι Μαλβάζια».
Η Μονεμβασιά, μετά την πτώση του Βυζαντίου, πέρασε στους Ενετούς (1461-1540) και Οθωμανούς (1540 -1690) και ξανά στους Βενετούς, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στην περιοχή «Αμπελάκια» (1689) , εκεί που βρίσκονται σήμερα οι αμπελώνες του Kinsterna.
Η ιστορία του αρχοντικού χάνεται στα βάθη των αιώνων και δυστυχώς έως σήμερα δεν έχουν βρεθεί στοιχεία για το αρχικό κτίριο και την εποχή ανέγερσης.
Το 1670, ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή σημείωσε ότι υπήρχαν πολλές κοινόχρηστες κινστέρνες στη Μονεμβασιά, αποτελώντας ένα σημαντικό μνημείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής. Τα οθωμανικά χαρακτηριστικά του κτιρίου, όπως οι πολεμίστρες και τα μεγάλα τζάκια με τις καμινάδες είναι ακόμα εμφανή μέχρι σήμερα, αναμειγμένα με βυζαντινά και ενετικά στοιχεία, όπως η εξωτερική όψη των τοίχων και τα κεραμικά σχέδια. Πωρόλιθος, μαυρόπετρα και ασβεστοκονίαμα. Τα βαθουλώματα στον εξωτερικό τοίχο ολόκληρου του αρχοντικού μοιάζουν με δαχτυλιές γιατί, όντως, είναι. Είπαμε, εδώ η τέχνη του χειροποίητου νικάει τα πάντα.
Μετά την επανάσταση του 1821, το αρχοντικό, του οποίου παλαιότερος γνωστός ιδιοκτήτης ήταν ο Ιμπραήμ Μπέης, ήρθε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους. Ο Ιμπραήμ και το χαρέμι του έγραψαν τη δική τους ιστορία στον χώρο και στον χρόνο.
Το 1870 το κτήμα αγοράστηκε από την οικογένεια Καπιτσίνη. Τμήμα του συγκροτήματος κατοικήθηκε μέχρι τη δεκαετία του ’70 από την Λίνα Καπιτσίνη, την τελευταία «αρχόντισσα» της Μονεμβασιάς, η οποία μιλούσε επτά γλώσσες και πέθανε το 1979. Μετά το 1980 το συγκρότημα άρχισε να εγκαταλείπεται, ενώ το 2002 αγοράστηκε από τον σημερινό ιδιοκτήτη του, Αντώνη Σγαρδέλη.
Τόσα χρόνια, τόσοι άνθρωποι, τόσες ζωές. Σπάνια και ξεχωριστή περίπτωση πολυτελούς καταλύματος το Kinsterna. Μαζί με τα facilities δώρο και τα μαθήματα ελληνικής ιστορίας. Μιας ιστορίας που την αντιλαμβάνεσαι, τη μυρίζεις, την αισθάνεσαι. Για το λόγο αυτό η πολυτέλεια του ξενοδοχείου έχει βάθος και ουσία.
Γυρνώντας στο δωμάτιο μου για να πακετάρω την επιστροφή στην μεγάλη πόλη, έστριψα μια καμάρα πιο νωρίς και βρέθηκα στην είσοδο ενός μικρού σπηλαίου με σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Ένιωσα σαν την Αλίκη στη λαγότρυπα, ήθελα να γλιστρήσω μέσα του και να συνομιλήσω με τον Τρελοκαπελά. Αργότερα, ενημερώθηκα ότι το νερό ξεκινά από την πηγή του Αγίου Στεφάνου και καταλήγει εκεί.
Μύθος, ιστορία, τρυφή. Ένα τρίπτυχο που ανέδειξε σε όλο του το μεγαλείο η διακοσμήτρια Σοφία Βανταράκη και η ομάδα Divercity. Ένα τρίπτυχο που σέβονται και υπηρετούν καθημερινά όλοι οι άνθρωποι του καλοκουρδισμένου μηχανισμού του προσωπικού του ξενοδοχείου. Ένα τρίπτυχο που πήρα μαζί μου, στο δισάκι μου, στην κυριολεξία, αφού έφυγα με ένα χειροποίητο ταγάρι-δώρο με λάδι και κρασί από το ελαιοτριβείο και το αποστακτήριο του Kinsterna. Αυτάρκεια και υψηλή ποιότητα, να δύο ακόμα λέξεις που κάνουν το τρίπτυχο της εμπειρίας, πεντάπτυχο. Σκληρή δουλειά και πειθαρχία, επίσης.
Μετά από αυτό το σαββατοκύριακο, στο θεουργικό αυτό μέρος, νιώθω ότι όσα ουσιαστικά κι αν προσθέσω δύσκολο να φτάσω στο βάθος της ουσίας της φιλοσοφίας του. Χάνεται κι αυτή στους αιώνες μαζί με την ιστορία του αρχοντικού. Νιώθω τυχερή, σε όλες τις τοποθεσίες.