Eίμαι από εκείνους που κάποτε έκαναν το λάθος να υποτιμήσουν τη δύναμη των προαστίων. Πολύ απλά ό,τι απείχε λίγα χιλιόμετρα από το πολύχρωμο, πηγμένο στην κίνηση κέντρο της πόλης φάνταζε μίλια μακριά από εμένα και η ζωή που είχε νόημα τελείωνε σε μία νοητή γραμμή που είχα χαράξει στο μυαλό μου κάπου εκεί στο Hilton ή στον ψηλό, γυαλιστερό πύργο των Αμπελοκήπων, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Ξέρω ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που σκέφτονται ή σκέφτηκαν έστω για λίγο όπως εγώ. Έπειτα, μαζί με την ενηλικίωση μου – όχι την βιολογική, αλλά τη συναισθηματική – ήρθε μία μετακόμιση που κάπως ανέτρεψε τα δεδομένα. Και ξαφνικά, η φρέσκια μυρωδιά του πράσινου και των λουλουδιών στη βόρεια πλευρά της πόλης, οι φαρδιές θέσεις πάρκινγκ στα περισσότερα σημεία της νέας γειτονιάς και η φασαρία από τα τζιτζίκια και τις δεκαοχτούρες στη μέση της νύχτας έγιναν παρέα οικεία που πλέον δεν θα ήθελα να αποχωριστώ.
Λένε πως αν θέλεις να μάθεις μία άγνωστη για σένα γειτονιά το καλύτερο πράγμα που έχεις να κάνεις είναι να χαθείς σε αυτή με τα πόδια. Σε μία τέτοια βόλτα χασίματος ένα απόγευμα με ζέστη εκκωφαντική, από αυτές τις ζέστες που περιμέναμε να έρθουν γκρινιάζοντας έναν ολόκληρο μήνα και τώρα που έχει έρθει γκρινιάζουμε από την αρχή γιατί την μας πέφτει αποπνικτική, έπεσα πάνω σε ένα σχετικά νέο μαγαζί, λίγο πιο πάνω από το κέντρο του Χολαργού, τόσο μεγάλο και αεράτο σε έκταση που δύσκολα μπορείς να το προσπεράσεις αδιάφορα, ακόμα κι αν κινείσαι πραγματικά βιαστικά.
Το Chalice είναι μία ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη περίπτωση μαγαζιού για τρεις λόγους. Αρχικά, κανείς δεν είναι απολύτως σίγουρος για την σωστή προφορά του ονόματος που τόσο αυτοκρατορικά δεσπόζει στην ταμπέλα αυτού του ολοκαίνουργιου καφέ-μπαρ, παρέα με ένα εντυπωσιακό δισκοπότηρο. Κι έτσι ο καθένας μπορεί να φαντάζεται γύρω από την ονομασία του, όπως και για την ιστορία του ιερού δισκοπότηρου που την συνοδεύει, ό,τι θέλει. Δεύτερον, γιατί είναι ένα μέρος που καταφέρνει να πετύχει κάτι που δεν επιτυγχάνεται εύκολα ιδιαίτερα συχνά. Καθώς όπως μου λένε οι δύο ιδιοκτήτες του Chalice, ο Παναγιώτης Κακασάς και η Όλγα Μουτσέλου, οι οποίοι ποτισμένοι με ενθουσιασμό και μεράκι μοιάζουν να βρίσκονται μονίμως εδώ: «Όταν πρωτοσχεδιάσαμε το μαγαζί αυτό που ήθελα για τον χώρο είναι να γίνει ένα μέρος που μπορεί να ταιριάξει στους πάντες. Από την οικογένεια που θα έρθει το πρωί με τα παιδιά της, μέχρι την κοριτσοπαρέα που θα βγει αργά το βράδυ για κοκτέιλ και τους φοιτητές που θέλουν να πιουν τσίπουρα με θέα το πάρκο». Τρίτον γιατί εκπληρώνει έναν απόλυτα σημερινό συνδυασμό. Παντρεύει με μία σπάνια ισορροπία το παλιό με το σύγχρονο. Κι αν αναρωτιέσαι πώς γίνεται κάτι τέτοιο, τότε ριξ' τα όλα στο ντεκόρ.
Μεταλλικές, πτυσσόμενες καρέκλες βεράντες ταιριάζουν απίθανα με βαριές, βελούδινες πολυθρόνες και πορτατίφ της δεκαετίας του '20, την ίδια στιγμή που γυάλινες σκαλιστές κανάτες γεμάτες και δροσερό νερό συναντούν έναν από τους πιο γευστικούς παγωμένους φρέντο καπουτσίνο των βορείων προαστίων. Αράζοντας σε ένα από τα ψηλά σκαμπό της μπάρας, που θυμίζουν, αντίκα, αισθάνομαι κάτι ανάμεσα σε δυναμική πρωταγωνίστρια διηγήματος της Κάθριν Μάνσφιλντ ή της Βιρτζίνια Γουλφ και σε μία νευρική, αγχωμένη περσόνα κάποιας νεοϋορκέζικης ταινίας του Νόα Μπάουμαχ που ψάχνει να βρει λίγο δικό της χρόνο στην αχανή πόλη για να ξεγλιστρήσει στον δικό της παράδεισο.
Αν έρθεις το Chalice πάρε την ώρα σου από νωρίς το μεσημέρι για να δοκιμάσεις κάποιες από τις πρωινές «λύσεις» του καταλόγου, οι οποίες φτάνουν σερβιρισμένες μπροστά σου μέσα σε μεγάλα, πορσελάνινα πιάτα με ζωγραφισμένα ροζ λουλουδάκια στο περίγραμμα. Υπέροχες, φρεσκοτηγανισμένες ομελέτες, χορταστικές μπακέτες, ζουμερό croque madame και, απαραίτητα, απόλυτα κολασμένα σοκολατένια pancakes, ξέρεις, από εκείνα που τρως και ξανατρώς και μετά τα σκέφτεσαι μόνος σου στο γραφείο μία μέρα με πολλή δουλειά, όταν οι δείκτες του ρολογιού δεν ρολάρουν με τίποτα.
Οι Παναγιώτης Κακασάς και Όλγα Μουτσέλου εμπνεύστηκαν το Chalice από το μηδέν και διάλεξαν τον συγκεκριμένο χώρο επειδή, εκτός όλων των άλλων, τους άρεσε η άνεση και η δροσιά του καταπράσινου πάρκου που βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Ο Παναγιώτης, ένας άνθρωπος με μεγάλη πείρα στον χώρο της εστίασης, αφού έχει υπάρχει υπεύθυνος για τη δημιουργία αρκετών μαγαζιών στην Αθήνα, εξηγεί ότι «πάντα θα είναι όμορφο και ελκυστικό για τον επισκέπτη να μπορεί να βρίσκεται μία ανάσα από την ομορφιά του πράσινου». Σιγά – σιγά αρχίζει να πείθει κι εμένα, το ορκισμένο παιδί του κέντρο, την ώρα που η Όλγα Μουτσέλου μου μιλάει με έξαψη για την προσεκτική επιλογή πίσω από κάθε υλικό που μπαίνει στην κουζίνα, πίσω από κάθε κομμάτι του σερβίτσιου το οποίο χρησιμοποιείται στο Chalice.
Καθώς ο ήλιος πέφτει, το χαλαρό σκηνικό στο μαγαζί που θεωρείται μάλλον επάξια το πιο hοt νέο σποτ του Χολαργού, εκεί όπου όλοι νιώθουν ότι βρίσκονται μέσα στο σαλόνι τους και δεν λένε να ξεκολλήσουν από τα άνετα καθίσματα, αλλάζει σημαντικά. Οι οικογένειες του πρωινού και του μεσημεριού αποχωρούν για να δώσουν τη θέση τους σε παρέες που μόλις έχουν τελειώσει από το γραφείο και τα πρώτα κοκτέιλ αρχίζουν να δίνουν και να παίρνουν. Οι επιλογές του καταλόγου πραγματικά πολλές και για όσους πεινάνε μετά τη δουλειά υπάρχουν και γευστικές προτάσεις φαγητού, από μακαρονάδες και πίτσες, μέχρι λαχταριστά καλοψημμένα μπιφτέκια και πλατό τυριών ή αλλαντικών. Τα φώτα χαμηλώνουν, η μουσική δυναμώνει, το σκέπαστρο του ανοιχτόκαρδου πάτιο στην μπροστινή μεριά του μαγαζιού σηκώνεται και ο ουρανός είναι πιο λαμπερός. Περιποιημένες γυναίκες με σικ ντύσιμο συναντούν τους συνοδούς τους, ζευγάρια φλερτάρουν στο τμήμα για τους μη-καπνίζοντες, δύο φίλοι περιεργάζονται τον χώρο και συζητούν δυνατά.
«Οι γυναίκες εδώ έχουν βρει το ποτό που τις εκφράζει,» με πληροφορεί ευθυδιάθετα ο Παναγιώτης, και όχι δεν είναι κάποιο από τα φρουτώδη κοκτέιλ που παρασκευάζονται στην μπάρα. Αλλά ένα ροζέ κρασί, με πλούσια, φρουτώδη γεύση που σερβίρεται σε κομψό μπουκαλάκι και ακούει στο όνομα Zelina. Το δοκιμάζω και ενθουσιάζομαι, σχεδόν όσο με το θεσπέσιο σιρόπι που στάζει γλυκά πάνω από καρυδόπιτα που γεύστηκα προηγουμένως.
Κοιτάζω προς τα πάνω, στο σημείο που ένα κομμάτι καθαρού ουρανού φαίνεται από το ανοιγμένο σκέπαστρο στο ταβάνι. Όλα είναι πιο ανάλαφρα, τα αστέρια είναι πιο φωτεινά και η μουσική ξεχειλίζει από παντού. Προσπαθώ να θυμηθώ από την αρχή γιατί για τόσα χρόνια αντιστεκόμουν πεισματικά στην γοητεία της βόρειας μεριάς της πόλης.