«Τι θέλεις να γίνεις; Ο καλύτερος ή αλλιώτικος;», ρώτησαν κάποτε τον Παύλο Διονυσόπουλο ή Pavlos σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έχει δώσει. «Για να γίνεις καλύτερος πρέπει να γίνεις όμοιος με τους άλλους. Για να γίνεις αλλιώτικος, πρέπει να απομακρυνθείς από τους άλλους και να βρεις τον εαυτό σου. Διότι κάθε άνθρωπος είναι αλλιώτικος, μια διαφορετική οντότητα, που δεν έχει καμία σχέση με κανένα από τα δισεκατομμύρια ανθρώπων του πλανήτη», απάντησε.
Ο ίδιος φαίνεται πως κατάφερε να βρει τον εαυτό του. Τη μοναδική ματιά του στον χώρο της τέχνης, που τον οδήγησε από τη γενέτειρά του, τα Φιλιατρά, στο Παρίσι και στη διεθνή καταξίωση. Από μικρός καταπιανόταν με τη χειροτεχνία, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στο σχολείο και το τσαγκάρικο του πατέρα του. Γύρω στα έντεκα αρχίζει να ενδιαφέρεται και για τη ζωγραφική.
Στα δεκαεπτά του εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου έρχεται ουσιαστικά σε επαφή με την τέχνη. Δύο χρόνια αργότερα μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου αξιώνεται να έχει δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη, και αργότερα, με υποτροφία του γαλλικού κράτους, βρίσκεται για σπουδές στο Παρίσι. Γυρίζει για λίγο στην Ελλάδα, όπου εργάζεται στη διαφήμιση και το θέατρο φιλοτεχνώντας σκηνικά, αλλά με μια νέα υποτροφία, του ΙΚΥ αυτή τη φορά, επιστρέφει στο Παρίσι, μόνιμα πλέον.
Στην Πόλη του Φωτός γνωρίζει σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως οι Σεζάρ, Τζιακομέτι, Κάλντερ, Ντιμπιφέ, και εντάσσεται στην ομάδα των νεορρεαλιστών.
Όταν συμμετέχει στο Σαλόνι των τελευταίων με ένα δικό του έργο, φτιαγμένο από affiches massicotees (αφίσες κομμένες στη μηχανή σε λωρίδες), ο κριτικός τέχνης Pierre Restany του λέει: «Ξέρεις, είσαι νεορρεαλιστής γιατί οικειοποιήθηκες την κομμένη φέτα». Ο Restany είναι επίσης αυτός που θα σχολιάσει, αργότερα: «Νομίζαμε πως όλα είχαν λεχθεί σχετικά με την αφίσα, μέχρι που εμφανίστηκε ο Παύλος».
Πράγματι, στα χέρια του Παύλου οι αφίσες γίνονται πρώτη ύλη για έργα τέχνης που απεικονίζουν αντικείμενα της καθημερινής ζωής. Ο εικαστικός τις κόβει μαζικά, σε πολύ λεπτές λωρίδες, σχεδόν σαν πινελιές, και τις μετατρέπει σε τρισδιάστατα κολάζ, δίνοντάς τους εντελώς νέα μορφή. Καταργώντας τα όρια ανάμεσα σε διαφορετικά εκφραστικά μέσα. «Γκρέμισα τα σύνορα που έχουν βάλει οι άνθρωποι μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής», θα σχολίαζε αργότερα ο ίδιος. «Εμένα η δουλειά μου είναι ζωγραφική και γλυπτική συγχρόνως».
Το ένα ορόσημο στην καλλιτεχνική διαδρομή του διαδέχεται το άλλο. Το 1964 κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην διακεκριμένη Galerie J (Παρίσι), ενώ το 1968 προκαλεί αίσθηση η έκθεση που κάνει στον χώρο τέχνης Ileana Sonnabend (Παρίσι), με κολόνες φτιαγμένες από χαρτί. «Η σκέψη μου ήταν ότι η ουσία της γλυπτικής είναι η κολόνα, που με την πάροδο των αιώνων αλλάζει, γίνεται κούρος, έργο του Ροντέν...» εξηγεί ο Παύλος.
Το 1972 έρχεται η πρώτη του μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Kunstverein, στο Ανόβερο. Ακολουθεί η συνεργασία του με τον συλλέκτη Αλέξανδρο Ιόλα, στην γκαλερί του οποίου παρουσιάζει μια ατομική έκθεση με Νεκρές Φύσεις.
Την ίδια χρονιά οργανώνει στο Folkwang Museum της Γερμανίας ένα μεγάλο χάπενινγκ. Για τις ανάγκες του, παραγγέλνει μια ειδική κόλλα που δεν στεγνώνει γρήγορα και έχει μαγνητικές ιδιότητες.
Σχεδιάζει στους τοίχους αόρατες σκηνές, οι οποίες αποκαλύπτονται όταν το κοινό ρίχνει στον τοίχο χαρτοπόλεμο.
Ένα πρωτοποριακό εικαστικό δρώμενο, μια έκθεση-γιορτή, που δεκαετίες αργότερα, το 2000, επαναλαμβάνει στην Αθήνα, όταν φτιάχνει το έργο «Ανώνυμο» για τον σταθμό του μετρό στην Ομόνοια.
Το 1980 το ελληνικό περίπτερο στην Μπιενάλε της Βενετίας είναι αφιερωμένο στον Παύλο, με μια εγκατάσταση έργων του με κορδέλα περιτυλίγματος δώρων. Το 1988 το έργο του «Νεκρή Φύση» βρίσκεται να ποζάρει στο εξώφυλλο του σημαντικού γερμανικού καλλιτεχνικού περιοδικού Palette, ενώ η αεροπορική εταιρεία Air France προωθεί στον διεθνή τύπο μια διαφημιστική εκστρατεία βασισμένη σε ένα άλλο έργο του, «Το μαγικό τραπέζι».
Μια από τις κορυφαίες αναμφίβολα στιγμές της καριέρας του είναι όταν η πόλη του Παρισιού του αφιερώνει αναδρομική έκθεση στο παρεκκλήσι της Σορβόνης, με τίτλο «30 χρόνια χαρτιού». Μέχρι σήμερα ο Παύλος ζει και εργάζεται στη Γαλλία. Δεν έχει σταματήσει τη δημιουργική επέλασή του, παρότι ο ίδιος έχει κατακτήσει μια σπουδαία θέση ανάμεσα στους καλλιτέχνες της γενιάς του. Με το έργο του επιβεβαιώνει ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι αλχημιστές που μπορούν να μετατρέψουν ακόμα και το πλέον ευτελές υλικό σε έργο τέχνης, αρκεί να το αντιμετωπίσουν με φαντασία. Και με αθεράπευτη αισιοδοξία.
«Εγώ είμαι θύμα της αισιοδοξίας μου. Είμαι από αυτούς που όταν πονάνε δεν κλαίνε, αλλά τραγουδάνε», έχει πει.
«Όταν το 1992 ετοίμαζα μια μεγάλη έκθεση για το Μαϊάμι [...] ξαφνικά διαπίστωσα ότι δεν ήταν δυνατό να προλάβει τους χρόνους αυτούς ένας άνθρωπος. Αλλά πιέστηκα, ξενύχτησα και τα κατάφερα. Και αντί να πάρω το αεροπλάνο να πάω στα εγκαίνια, πήρα τις Πρώτες Βοήθειες και προσγειώθηκα στην εντατική. Τότε έκανα το τριπλό by-pass. Πέντε νύχτες και τέσσερις μέρες δεν κοιμήθηκα. Αλλά την έκθεση την έκανα!».
Info
Την Πέμπτη 10/1, στις 19.00, η Roma Gallery (Ρώμα 5, Κολωνάκι, roma-gallery.com) ανοίγει για πρώτη φορά τις πόρτες της με την έκθεση «Pavlos-Almost magic», αφιερωμένη στον Παύλο Διονυσόπουλο, παρουσιάζοντας ιστορικά έργα του. Η γκαλερί ανοίγει με στόχο να γίνει ένας ζωντανός και πρωτοποριακός χώρος που θα λειτουργεί με διεθνές πρόγραμμα, αφιερωμένο στη μεταπολεμική και σύγχρονη τέχνη.