Στο 2002, η Τζούλι Πάουελ είναι μια νέα συγγραφέας που κάνει μια δουλειά που δεν της αρέσει καθόλου, απαντώντας σε κλήσεις από θύματα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου αλλά και απλού κόσμου οι οποίοι παραπονιούνται για τα σχέδια χτισίματος του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Για να κάνει κάτι που της αρέσει, αποφασίζει να μαγειρέψει όλες τις συνταγές του βιβλίου μαγειρικής «Mastering the Art of French Cooking» της Τζούλια Τσάιλντ μέσα σε ένα χρόνο. Η Πάουελ σχεδιάζει να ξεκινήσει ένα μπλογκ στο οποίο θα καταγράφει την πρόοδό της στη μαγειρική.
Στο 1950, η Τζούλια Τσάιλντ, φοιτεί στη σχολή Le Cordon Bleu για να μάθει τη γαλλική κουζίνα και ξεκινά να γράφει ένα βιβλίο με θέμα τη γαλλικά κουζίνα για τις Αμερικανίδες νοικοκυρές. Και οι δύο αυτές γυναίκες παρουσιάζουν ομοιότητες στις προκλήσεις που αντιμετώπισαν. Και οι δύο λαμβάνουν υποστήριξη από τους συζύγους τους, εκτός όταν ο σύζυγος της Πάουελ κουρασμένος από την υπερβολική αφοσίωσή της στο χόμπι της, την εγκαταλείπει για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Τελικά, το μπλογκ της Πάουελ γίνεται θέμα στην εφημερίδα The New York Times και προκαλεί το ενδιαφέρον αρκετών δημοσιογράφων, ατζέντηδων, εκδοτών και μιας αρνητικής επιστολής της ίδιας της Τσάιλντ. Η ταινία τελειώνει με την Πάουελ και το σύζυγό της να επισκέπτονται την κουζίνα της Τσάιλντ στο Ίδρυμα Σμιθσόνιαν και την Τσάιλντ να βρίσκεται στην ίδια κουζίνα, κρατώντας στα χέρια της το βιβλίο της.
Αυτή είναι η πλοκή της πανέμορφης και φουλ εμνευστικής ταινίας Τζούλι και Τζούλια, του 2009, με την Μέριλ Στριπ και την Έιμι Άνταμς. Μια ιστορία που μοιάζει πολύ με αυτήν της Αγάπης Μαργετίδης, συγγραφέα του βιβλίου μαγειρικής, The Frozen Banker Project, Μια σουρεαλιστική προσέγγιση στη γαστρονομία.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην υπέροχη Κυψέλη. Στα 18 μου χρόνια βρέθηκα με την οικογένειά μου στο Λονδίνο. Επιθυμώντας να ανεξαρτητοποιηθώ οικονομικά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, επέλεξα να μην πάω στο πανεπιστήμιο αλλά να τελειώσω δύο σχολές επαγγελματικής κατάρτισης: η πρώτη με αντικείμενο τη γραμματειακή υποστήριξη και η δεύτερη το διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, άρχισα να εργάζομαι σε ηλικία 20 ετών, αρχικά για μια ξένη ναυτιλιακή τράπεζα στον Πειραιά. Στα 21 μου χρόνια πήγα στο Παρίσι, εργαζόμενη πάλι για μία τράπεζα. Επέστρεψα στην Ελλάδα το 1989 όπου συνέχισα την τραπεζική μου καριέρα μέχρι το 2014» λέει η Αγάπη Μαργετίδη, δημοσιογράφος γεύσης, σήμερα, στο διαδικτυακό περιοδικό in2life όπου, μέσα από τη στήλη της, “Bon Agapi”, γράφει συνταγές που συνοδεύονται από μικρά κείμενα καθώς και για πολλά άλλα θέματα, πάντα γύρω από το φαγητό.
-Πως γεννήθηκε η ιδέα του The Frozen Bankler;
«Μέσα από τις στάχτες, ή για να κυριολεκτήσουμε, τους … πάγους των τραπεζών! Η Frozen Banker είναι το παρατσούκλι που μου χαρίστηκε σαν πολύτιμο δώρο από μία αγαπημένη φίλη. Καταψύχθηκα κατόπιν της αλλαγής διοίκησης της τράπεζας για την οποία εργαζόμουν, όταν αφαιρέθηκαν οι δικές μου, αλλά και άλλων συναδέλφων, επαγγελματικές αρμοδιότητες, σχεδόν εν μία νυκτί, στις αρχές του 2013. Τον Οκτώβριο του 2014 αποχώρησα από την τράπεζα μέσα από ένα πρόγραμμα οικειοθελούς αποχώρησης».
-Ποια είναι η κεντρική ιδέα του βιβλίου;
«Το βιβλίο είναι η εξιστόρηση της μαγειρικής μέσα από τα δικά μου μάτια και τις αναμνήσεις της ζωής μου. Ξεκίνησε σαν παιχνίδι και ως αντίδοτο στη θλιβερή καθημερινότητα του κατεψυγμένου υπαλλήλου και γράφτηκε υπό την μορφή e-mail σε μια παρέα από δικούς μου ανθρώπους. Οι συνταγές είναι συνοδεία του κειμένου και όχι το αντίστροφο‧ το βιβλίο δεν είναι ένα κλασικό βιβλίο μαγειρικής, άλλωστε μια οικιακή μαγείρισσα είμαι, που της αρέσει να τραπεζώνει τους φίλους της. Θα παρατηρήσεις επίσης πως ο τρόπος συγγραφής των συνταγών διαφέρει από τον κλασικό. Δεν υπάρχει λίστα υλικών και πολλές φορές μέσα στο ίδιο το κείμενο της συνταγής σχολιάζω διάφορα πράγματα. Θα έλεγα πως οι συνταγές είναι μάλλον … φλου!».
-Πόσος καιρός χρειάστηκε για την έρευνα και τη συγγραφή του;
«Όταν άρχισα να στέλνω τα e-mails δεν είχα ιδέα για το πού θα καταλήξει το όλο εγχείρημα. Στην αρχή μου αρκούσε η εβδομαδιαία εξομολόγηση που με βοηθούσε να αντεπεξέλθω στις δύσκολες συνθήκες. Όταν όμως άρχισα να συνειδητοποιώ προς τα πού πήγαινε το πράγμα, αποφάσισα πως ό, τι και να γινόταν, θα συμπλήρωνα έναν χρόνο, εξ ου και τα 52 κεφάλαια, όσα οι εβδομάδες του χρόνου. Κι έτσι η banker - που δεν ήταν πια ακριβώς banker - κατέστρωσε και έφερε εις πέρας το τελευταίο της project. Όταν μετά από επτά μήνες κατάψυξης έφυγα από την τράπεζα, εξακολούθησα να στέλνω τα εβδομαδιαία e-mails μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου του 2014, ενώ προέκυψε κι ένα έξτρα κεφάλαιο, που μπήκε σαν επίλογος. Οι συνταγές που συνοδεύουν τα κείμενα είναι όλες γραμμένες με το χέρι σε τετράδια που άρχισα να γράφω από το 1981. Είχα μεταφέρει τα τετράδια στο γραφείο και από εκεί διάλεγα ποια συνταγή θα πάει σε ποιο κεφάλαιο. Πριν εκδοθεί το βιβλίο δεν τις είχα μαγειρέψει όλες, αυτό έγινε κατόπιν εορτής. Από μία μη εκτελεσμένη και εκ του αποτελέσματος άστοχη συνταγή προέκυψε και το έξτρα κεφάλαιο-επίλογος».
-Τι δυσκολίες αντιμετώπισες;
«Η έκδοση του βιβλίου ήταν μια περιπέτεια. Λόγω του γεγονότος πως δεν έχω καμία σχέση με την επαγγελματική μαγειρική, σίγουρα επίσης λόγω παντελούς έλλειψης αναγνωρισιμότητας σε συνδυασμό με την περιορισμένη αγορά βιβλίου στη χώρα μας, δυσκολεύτηκα πολύ μέχρι να βρω εκδότη. Κάποιοι οίκοι δεν ήθελαν καν να ακούσουν περί τίνος επρόκειτο, υπήρξαν όμως και πολλά ενθαρρυντικά σχόλια από άλλους οίκους, παρόλο που οι ίδιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να το εκδώσουν. Χαρακτηριστικά μία επιμελήτρια γνωστού οίκου μου είπε «να επιμείνετε, είναι κρίμα αυτό το βιβλίο να μείνει στο συρτάρι». Τελικά, με την πολύτιμη βοήθεια κάποιων προσώπων και ιδιαίτερα του in2life που ειρήσθω εν παρόδω υποστήριξε την έκδοση με μερική χορηγία, το βιβλίο εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2017. Η δεύτερη δυσκολία ήταν ότι έπρεπε να μειώσω τον όγκο κατά το 1/3. Προτίμησα να αφαιρέσω συνταγές γιατί το κείμενο ήταν για μένα πιο σημαντικό».
-Το βιβλίο είναι μία σουρεαλιστική προσέγγιση στη γαστρονομία. Πόσο σημαντικός είναι ο σουρεαλιστικός τρόπος αντιμετώπισης της ζωής;
«Η σουρεαλιστική προσέγγιση αντανακλά τον τουλάχιστον περίεργο και ανορθόδοξο τρόπο συγγραφής του βιβλίου. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια υπενθύμιση και παραίνεση συγχρόνως, πρώτα σε μένα την ίδια και κατόπιν σε όσους θέλουν να ακούσουν, πως αν δεν τολμήσουμε να βγαίνουμε πού και πού από τα στριμωγμένα κουτάκια που πολλές φορές μόνοι μας χτίζουμε, τότε το έχουμε χάσει το παιχνίδι. Αυτοσχεδιάστε γιατί χανόμαστε!».
-Αγαπημένη συνταγή;
«Είναι όλες τους παιδιά μου! Πραγματικά, δεν έχω αγαπημένη συνταγή, άλλωστε κάθε φορά το φαγητό βγαίνει διαφορετικό γιατί παίζω συνεχώς με τα υλικά. Κάθε στιγμή, κάθε τόπος, κάθε παρέα και κάθε ανάμνηση αλλάζουν την διάθεση και φτιάχνουν ένα άλλο φαγητό».