Ετερόκλητοι άνθρωποι της πόλης βρίσκουν κοινά σημεία στην τέχνη του κινηματογράφου και ανανεώνουν τακτικά τα μεταμεσονύκτια ραντεβού τους στον κινηματογράφο, όταν η πλειοψηφία των Αθηναίων έχει παραδοθεί στα χέρια του Μορφέα. Η ιστορία του Midnight Express ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια στην Ααβόρα με μια δοκιμαστική προβολή. Σήμερα, το όνειρο του Άκη Καπράνου έχει πάρει σάρκα και οστά, καθώς η σινεφίλ αυτή κοινότητα αριθμεί περί τα 7.700 μέλη. «Σίγουρα δεν είναι όλοι φίλοι και γνωστοί μου» λέει γελώντας ο Άκης καθώς απολαμβάνουμε μια ζεστή σοκολάτα στο Dark Side of Chocolate.
Δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου, μουσικός, καθηγητής και ραδιοφωνικός παραγωγός της μακροβιότερης εκπομπής για το σινεμά στην Ελλάδα, ο Άκης μοιάζει σαν να ζει σε πολλές, παράλληλες ταινίες στην καθημερινότητά του. «Ήθελα να ξεκινήσω τις μεταμεσονύχτιες προβολές στην Αθήνα γιατί είχα στο μυαλό μου αυτές του ’80, που τις έζησα, και γιατί πίστευα ότι υπήρχε ένα κοινό που αντιλαμβάνεται το σινεμά διαφορετικά, που εκτιμά εξίσου τον Κιούμπρικ και τον Εντ Γουντ, τα σπλάτερ και τη Φαντασία του Ντίσνεϊ, και που δεν εκφράζεται όπως θα ήθελε».
Τρία χρόνια μετά, ο εμπνευστής του Midnight Express μπορεί να αισθάνεται περήφανος για το πώς εξελίχθηκε η ιδέα του. «Δεν έστειλα ούτε ένα Δελτίο Τύπου, δεν ήθελα να έρθει "φορεμένο" στον κόσμο, αλλά να το ανακαλύψει μόνος του». Κι έτσι κι έγινε.
-Πώς αντιλαμβάνεται η ελληνική διανομή τον θεατή σήμερα;
«Νομίζω ότι έχει μείνει δύο δεκαετίες πίσω. Βγαίνουν 8 και 9 ταινίες την εβδομάδα, κάτι που δεν εξυπηρετεί. Ούτε στη Νέα Υόρκη δεν βγαίνουν τόσες ταινίες. Και ο τρόπος που προωθούνται οι ταινίες, για μένα, είναι λάθος. Πολλές ταινίες καταποντίζονται, τα γραφεία τρώγονται μεταξύ τους – καθαρά ελληνικό φαινόμενο - κι εγώ είμαι τελείως απέναντι σε όλο αυτό. Πρέπει να πω καταρχάς ότι κανείς δεν πίστευε σε αυτό που πήγα να κάνω. ‘Έφαγα’ πόρτα από όλες τις αίθουσες του κέντρου».
-Πώς προέκυψε η συνεργασία με το Ααβόρα;
«Πέθανε ο David Bowie. Με την Πέγκυ Ρίγγα έβλεπα ότι μοιραζόμασταν στο facebook κοινά μουσικά γούστα. Και μου γράφει "να κάνουμε κάτι γι΄αυτό;". Και τρεις ημέρες μετά διοργανώσαμε μια προβολή στην Ααβόρα όπου παίξαμε τρεις ταινίες χωρίς εισιτήριο και η προσέλευση ήταν τεράστια. Δημιουργήθηκε πιάτσα ταξί εκεί που δεν υπήρχε. Κι εκείνη την ώρα της το πετάω "προσπαθώ εδώ και καιρό να κάνω αυτό, κάπου. Και μου λέει, έλα εδώ". Η Πέγκυ μού άνοιξε το σινεμά. Ο πατέρας της υπήρξε πρόεδρος του Σωματείου των Θερινών Κινηματογράφων, πολύ εμβληματική φιγούρα του χώρου και η ίδια είναι ιδιοκτήτρια της Ααβόρας (ονομασία ενός φοίνικα και τα δύο "α" βοήθησαν ώστε να βγαίνει το σινεμά πρώτο στον κατάλογο), της Ριβιέρας και του Βοξ. Έφτιαξα ένα group στο facebook, συστήθηκα και είπα τι πρόκειται να κάνω. Δεν έστειλα ποτέ Δελτίο Τύπου. Ήθελα όλο αυτό να πάει από στόμα σε στόμα και θα το πετύχαινα με τις επιλογές των ταινιών».