Η Βέτα δε χαμογελάει πολύ. Αλλά όταν το κάνει ένα λευκό φως διαπερνά το χώρο. Σαν μια ακτινοβολία γνώσης. Κι από αυτή, από τη γνώση, η Βέτα έχει μπόλικη. «Η εμπειρία με την μαμά μου, μου έμαθε πολλά. Ίσως όχι όλα ευχάριστα, αλλά ποτέ το εύκολο δεν ήταν το ζητούμενο στη ζωή μου» λέει. «Καλά, μη φανταστείς ότι είμαι καμία από αυτές που λατρεύει το μελόδραμα, αλλά έτσι όπως εξελίχθηκε η ζωή μου, με οδήγησε στο να αναζητώ πιο πολύ τη σοβαρότητα και την ουσία, από τη σαχλαμάρα και την επιπολαιότητα» εξηγεί. «Ίσως γιατί από επιπολαιότητα και ανωριμότητα έπηξα». Γελάει πονηρά. Υπονοεί τη μητέρα της. Εκεί κατέληξε μετά από όλη την ταλαιπωρία που πέρασε μαζί της. Ότι κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν να μη μεγαλώσουν ποτέ. Ίσως γιατί δεν μπορούν, ίσως γιατί δε θέλουν, ίσως γιατί έχουν βολευτεί σε μια κατάσταση δυσάρεστη και βαλτώδη μεν, αλλά ταυτόχρονα ξεκούραστη από την άποψη της καθημερινής διαπραγμάτευσης και των μαχών με την πραγματικότητα.
Τα χρόνια μετά την εξαφάνιση του πατέρα, η μάνα σιγά σιγά και σταδιακά βυθίστηκε στην απελπισία της, στην ανυπόφορη μοναξιά της. Άρχισε να πίνει μέχρι που έφτασε στο σημείο να μεθάει με μια γουλιά.
«Η μαμά μου δεν ήταν τεμπέλα. Έγινε. Υπήρξε μια εποχή, λίγο πριν την αποτοξίνωση, που δε σηκωνόταν καν από το κρεβάτι ή από τον καναπέ, εξαρτάται που θα την έβρισκε η νύχτα. Υπήρχαν ολόκληρα βράδια που την έβρισκαν πεσμένη στο πάτωμα. Κάποιες φορές είχα την αίσθηση ότι δεν κοιμόταν, αλλά ότι έπεφτε σε κάποιου είδους κώμα. Πήγαινα από πάνω της και έβαζα την παλάμη μου στο στόμα της για να δω εάν αναπνέει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα τρομάξει πραγματικά, ούτε λίγες οι φορές που είχε πέσει στο δρόμο και την είχαν μαζέψει άγνωστοι περαστικοί ή στην καλύτερη περίπτωση γείτονες. Μια φορά μας είχαν κλέψει με αυτό τον τρόπο. Ο τύπος που τη βοήθησε να έρθει σπίτι αποδείχθηκε κλεφτρόνι. Πήρε χρήματα και κοσμήματα. Μια άλλη φορά κάποιος την είχε χτυπήσει, τουλάχιστον έτσι μας είπε μετά, αλλά μπορεί να ήταν αποκύημα της φαντασίας της και ο μώλωπας στο μάγουλό της να ήταν από το πέσιμο. Ποτέ δεν ήξερες πότε έλεγε αλήθεια και πότε φανταζόταν πράγματα, πότε το πνεύμα του μπουκαλιού της είχε βάλει ιδέες».
»Δεν ήταν πάντα αλκοολική. Τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, που η σχέση της με τον μπαμπά μου ήταν οκέι, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Έπιναν μόνο όταν διασκέδαζαν και διασκέδαζαν πολύ και συχνά. Μπορεί κι αυτό να έπαιξε το ρόλο του ή μπορεί να ήταν απλά στη φύση του πατέρα μου να τσιλιμπουρδίζει. Μια ωραία πρωία ο μπαμπάς την έκανε. Μας άφησε. Για μια άλλη γυναίκα, η οποία είχε κι αυτή τα δικά της παιδιά. Εμένα και τον αδερφό μου, όμως, έκανε πολύ καιρό να μας ξαναδεί. Χρόνια. Γύρισε κάποια στιγμή μετανιωμένος. Ο αδερφός μου δε τον συγχώρεσε. Εγώ τον είχα ανάγκη. Είχα την ελπίδα ότι η παρουσία του θα βοηθούσε τη μητέρα μου. Κι έτσι έγινε, πράγματι. Τα χρόνια μετά την εξαφάνιση του πατέρα, η μάνα σιγά σιγά και σταδιακά βυθίστηκε στην απελπισία της, στην ανυπόφορη μοναξιά της. Άρχισε να πίνει μέχρι που έφτασε στο σημείο να μεθάει με μια γουλιά. Κρασί κυρίως, αλλά και ό,τι άλλο έβρισκε. Ο αδερφός μου απομακρύνθηκε κι αυτός, σαν τον πατέρα. Δεν ήθελε να την βλέπει σε αυτό χάλι, αλλά μάλλον είχε πολύ θυμό μέσα του για όλους και για όλα. Κι εγώ είχα. Αλλά κάποιος έπρεπε να φανεί δυνατότερος των καταστάσεων. Να βάλει πλάτη».
»Τα χρόνια που η μαμά μου έπινε χωρίς κανένα έλεγχο, η ζωή έμοιαζε πολύ αλλόκοτη. Την μία ήταν γλυκιά και παρηγορητική, έλεγε ιστορίες, κυρίως με τον πατέρα μου και την άλλη ήταν άγρια, καταστροφική, έβριζε και πετούσε πράγματα, σαν να είχε απέναντί της τον πατέρα μου. Εννοείται ότι είχαμε εξαφανίσει όλα τα ποτά από το σπίτι αλλά αυτή πάντα έβρισκε τρόπο. Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως τα κατάφερνε. Αποτέλεσμα αυτής της παρανοϊκής κατάστασης ήταν να ενοχοποιήσω το ποτό, ακόμα και το χαλαρό ποτό με τους φίλους μου, σε κάποιο μπαρ. Η διασκέδαση ήταν άγνωστη λέξη για μένα. Λίγο πριν την απόλυτη παρακμή της μαμάς μου και αφού είχε μείνει μισή, είχε αδυνατίσει σε βαθμό κακουργήματος, εμφανίστηκε ο πατέρας. Όχι για να μείνει, αλλά για να ζητήσει συγνώμη. Αυτός ήταν που την έπεισε να πάει για αποτοξίνωση. Και αυτός ήταν που έμεινε δίπλα της μέχρι να νιώσει ότι ξαναστέκεται στα πόδια της».
Η Βέτα, άρχισε να βγαίνει για ποτό με τους φίλους της, αλλά δεν έχει επιστρέψει στον εαυτό της να μεθύσει ούτε μία φορά.
Η μητέρα της, είναι πολύ καλύτερα, δεν πίνει, αλλά συνεχίζει να ζει σε μια πνευματική θολούρα. Σαν να έχει «γράψει» το αλκοόλ πάνω της, για πάντα.
Ο πατέρας της γύρισε στη δεύτερη οικογένειά του αλλά δεν είναι εξαφανισμένος πλέον και ο αδερφός της Βέτας έφυγε από την Ελλάδα και ζει στο Βερολίνο.