Σαραντατέσσερα χρόνια πριν, πίσω στο μακρινό 1973, μία 27χρονη γυναίκα στήθηκε με μυθική αυτοπεποίθηση μπροστά στον φακό του γνωστού φωτογράφου Werner Bokelberg, έβγαλε την μπλούζα της και άνοιξε όλα τα κουμπιά του τζιν παντελονιού της. Δάγκωσε την τούφα των μαλλιών που έπεφτε μπροστά στο πρόσωπο της, σαν να ήταν αυτό το πιο φυσικό και αυτονόητο πράγμα στον κόσμο, και έγινε η πρώτη γυναίκα που τόλμησε να ποζάρει με το στήθος της γυμνό στο εξώφυλλο γερμανικού περιοδικού της εποχής.
Και πράγματι λίγα πράγματα στον κόσμο μοιάζουν περισσότερο αυτονόητα – ή και αναμενόμενα ακόμα - από το να φωτογραφηθεί γυμνή η Ούσι Ούμπερμπάγιερ σε μία εποχή που δεν καμία άλλη γυναίκα αντίστοιχου εκτοπίσματος, εξωτερικής εμφάνισης ή λάμψης, δεν είχε καν διανοηθεί να κάνει κάτι τέτοιο. Γιατί όταν η Ουμπερμάγιερ έφυγε το 1968 από το πατρικό της σπίτι σε κάποιο μικρό προάστιο του Μονάχου για το ταραγμένο τότε Βερολίνο, αφήνοντας πίσω της δύο γονείς σοκαρισμένους από την πλήρως ανεξέλεγκτη συμπεριφορά της κόρης τους, δεν έφυγε για να κάνει αυτό που θα έκανε ή που επρόκειτο να κάνει ο υπόλοιπος κόσμος γύρω της. Και σίγουρα όχι για να κάνει αυτό που περίμεναν οι άλλοι από εκείνη.
Η Ούρσουλα Ουμπερμάγιερ, όπως είναι το πλήρες όνομα του μοντέλου που «ισοπέδωσε» κάθε άλλο στο πέρασμα της στην Γερμανία της δεκαετίας τους '60 και του '70, υπήρξε πιθανόν μία από τις πιο ερωτεύσιμες γυναίκες της Ευρώπης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ο Μικ Τζάγκερ, ο Κιθ Ρίτσαρντς και ο Τζίμι Χέντριξ (με τους οποίους λέγεται πως είχε ερωτική σχέση ταυτόχρονα) είναι μόνο μερικοί από τους διάσημους άντρες που πέρασαν από την ζωή της, ενώ οι ιστορίες γύρω από την έντονη σεξουαλικότητα της και το γεγονός ότι ύψωνε πεισματικό τείχος άρνησης απέναντι σε κάθε είδους πραγματική δέσμευση παραμένουν μέχρι σήμερα θρυλικά.
Η Ούσι εγκατέλειψε το Μόναχο μία λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα του 1969, αφού πρώτα χρειάστηκε να κάνει για ώρες ωτοστόπ παρέα με μία φίλη της, μέχρι να συναντήσουν ένα μικρό βανάκι γεμάτο περιπλανώμενους μουσικούς που τελικά τις πήγε μέχρι το διχοτομημένο Βερολίνο. Οι συγκεκριμένοι μουσικοί έμοιαζαν να έχουν πολύ πιο πλήρη συναίσθηση, αλλά και κατεύθυνση, όσο αναφορά στην πόλη στην οποία πήγαιναν από τις δύο κάπως χαμένες κοπέλες που ήλπιζαν απλώς να ξεφύγουν από την ασφυκτική καταπίεση της οικογενειακής εστίας. Εκεί, σε μία πόλη χωρισμένη στα δύο, οδηγούν τα δύο κορίτσια στην ανατολική πλευρά και συγκεκριμένα στο εμβληματικό κοινόβιο Κομμούνα 1 και η Ούσι συναντά την απόλυτη ελευθεριότητα και αποτίναξη κάθε στερεοτυπικού ταμπού που τόσο της ταίριαζε και τόσο είχε ανάγκη.
Αν και παντελώς αδιάφορη απέναντι σε ιδεολογίες και πολιτικές κατευθύνσεις, η Ουμπερμάγιερ αποφασίζει να παραμείνει για αρκετό καιρό στην δραστήρια κοινότητα της Κομμούνας, αφού έχει πλέον συνδεθεί ερωτικά με τον επικεφαλής της όλης ιστορίας, τον βαθιά πολιτικοποιημένο, αριστερό ακτιβιστή Rainer Langhans. Εκείνος μαγεμένος από την εξωτερική της εμφάνιση, την χρίζει κάτι μεταξύ μούσας και πριγκίπισσας του κοινοβίου κι αυτή αναλαμβάνει να συντηρήσει σε μεγάλο βαθμό τα καθημερινά έξοδα της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, αφού είναι η μόνη που δουλεύει σταθερά και μάλιστα κερδίζει αρκετά από τις φωτογραφίσεις της ως μοντέλο.
Υπάρχει όμως κάτι που ακόμα και το απόλυτο ελεύθερο πνεύμα αυτής της τόσο ανεξάρτητης γυναίκας αποτυγχάνει να διαχειριστεί με επιτυχία. Το γεγονός ότι ο Langhans, πίστος την θεωρία που απορρίπτει κάθε είδος κτητικότητας και ιδιοκτησίας, επιμένει να κοιμάται, συχνά ακόμα και μπροστά της, με άλλες γυναίκες που περνούν από το κοινόβιο. Κουρασμένη από τις ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις των μελών της Κομμούνας, αλλά και ψυχραμένη πια απέναντι στον Langhans, η Oύσι είναι ένα βήμα πριν εγκαταλείψει το κοινόβιο, που πλέον έχει καταφέρει να συγκεντρώσει πάνω του το ενδιαφέρον του Τύπου και τον δημοσιογράφων. Όμως ένα αναπάντεχο περιστατικό την προλαβαίνει. Η αστυνομία μπαίνει στην Κομμούνα και συλλαμβάνει όσα άτομα βρίσκει να κοιμούνται στα στρώματα που είναι απλωμένα στο πάτωμα, ενώ στην κατοχή των μελών της εντοπίζεται και εκρηκτικός μηχανισμός ο οποίος συνδέεται με την τρομοκρατική οργάνωση Φραξιά Κόκκινου Στρατού, που έδρασε πολύ έντονα στην Γερμανία το πρώτο μισό της δεκαετίας του '70. Όταν η Ούσι και η παρέα της τελικά αφήνονται ελεύθεροι και εκείνη επισκέπτεται μαζί με τον Langhans το Λονδίνο προκειμένου να πείσει τους Rolling Stones να δώσουν δωρεάν συναυλία για την Κομμούνα στο Βερολίνο, τόσο ο Τζάγκερ όσο και ο Ρίτσαρντς μένουν άφωνοι μπροστά στη γοητεία της και αρχίζουν να τη πολιορκούν στενά.
Η σχέση της Ουμπερμάγιερ με το εμβληματικό κοινόβιο του Βερολίνου τελειώνει όταν εκείνη, πετυχημένο πια φωτομοντέλο κι μία από της πιο αναγνωρίσιμες και περιζήτητες γυναίκες της Γερμανίας, μετακομίζει πίσω στο Μόναχο και ξεκινάει να ζει μία τρελή, ερωτική ζωή με μερικούς από τους πιο λαμπερούς άντρες της εποχής. Ανάμεσα τους και ο βαθύπλουτος Γερμανός γαλαζοαίματος Ντιετέρ Μπόκχορν, ιδιοκτήτης ενός από τα πιο ψαγμένα και εναλλακτικά κλαμπ της εποχής, ο οποίος την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα όταν την είδε στο εξώφυλλο ενός περιοδικού.
Η Ούσι τον άφησε για να φύγει περιοδεία με τους Ρόλινγκ Στόουνς (τους ακολούθησε στην αμερικανική τουρνέ του 1975) και στη συνέχεια άφησε τους Ρόλινγκ Στόουνς για να γυρίσει στον Mπόκχορν και να ζήσει μαζί του το όνειρο. Τον γύρο του κόσμου με ένα υπερπολυτελές πούλμαν που εκείνος διαμόρφωσε ειδικά για να την ευχαριστήσει. Το ζευγάρι ξεκίνησε το ταξίδι του από την Ασία και πέρασε στη Νότια Αμερική, ζώντας για 10 χρόνια το άφταστο μποέμ παραμύθι, μέχρι τον αιφνίδιο θάνατο του Μπόκχορν στο Μεξικό το 1983 σε δυστύχημα με μηχανή. Ο μύθος τον θέλει να έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα στους χωματόδρομους του Μεξικό, μετά από έναν πολύ άσχημο καυγά με την Ούσι που το προηγούμενο βράδυ συνάντησε τυχαία τον Κιθ Ρίτσαρντς και φλέρταρε έντονα μαζί του.
Η Ούσι Ουμπερμάγιερ σήμερα είναι 71 ετών και εργάζεται ως σχεδιάστρια κοσμημάτων στην μικρή πόλη Topanga Canyon στο βόρειο Λος Άντζελες. Δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν δέχεται επισκέψεις και δεν μιλάει ποτέ για το παρελθόν της. Έχει δηλώσει ότι υπήρξε εποχή που το πρωινό της ήταν ένα ποτήρι χυμός μήλου, ένα τσιγάρο και μία γραμμή ηρωίνης.