Στα παιδιά του κέντρου ίσως τα βόρεια προάστια της πόλης να ακούγονται, ορισμένες φορές, μακριά και απροσπέλαστα. Και τώρα που να τρέχεις μέχρι εκεί, το μετρό δεν βολεύει ιδιαίτερα κι αν το χάσεις άντε να γυρίζεις σπίτι, που να βγάλεις άκρη με τους δρόμους που δεν έχεις ξαναπερπατήσει, ποιο μαγαζί άραγε αξίζει και ποιο όχι. Το Χαλάνδρι, σίγουρα, αποτελεί εξαίρεση. Χοτ και ανερχόμενο από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και σε μία μοναδική τροχιά δόξας έκτοτε, αποτελεί μάλλον την πιο ζεστή γειτονιά της βόρειας πλευράς της πόλης. Την πιο ζωντανή και πολυπράγμων, εκείνη όπου τα πράγματα συμβαίνουν από νωρίς το πρωί και δεν σβήνουν πάρα αργά - πολύ αργά -το βράδυ. Την περιοχή όπου το πάρκινγκ είναι δύσκολο, αλλά δεν σε πειράζει ιδιαίτερα, και τα δέντρα εξακολουθούν να ευωδιάζουν κάθε άνοιξη.
Ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, κάτω από την πολυσύχναστη πλατεία του Αγίου Νικολάου, μέσα από κορναρίσματα και χτύπους κινητών τηλεφώνων, κάπου μεταξύ των δυνατών φωνών μίας παρέας που συναντήθηκε τυχαία έπειτα από πολύ καιρό, μία μικρή ταμπέλα μπροστά από την καγκελόπορτα ενός ανθισμένου κήπου μοιάζει περισσότερο να θέλει να κρυφτεί από τον εαυτό της παρά να κάνει θόρυβο γύρω από το όνομα της.
Και ίσως αυτό να κάτι απόλυτα ταιριαστό με τη γενικότερη φιλοσοφία του The Abbot, μίας από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στα δεδομένα της αθηναϊκής εστίασης. Εάν τα βήματα σου σε βγάλουν μπροστά απ' την εντυπωσιακή πόρτα της αυλής, θα δεις στο βάθος ένα εντυπωσιακό, αστικό μπαρ να εκτείνεται κατά μήκος του κεντρικού τοίχου και μπόλικα, μαρμάρινα τραπέζια να βρίσκουν όμορφα τη θέση τους κάτω από μία μυρωδάτη βουκαμβίλια. Εκεί, υπό τους χαλαρούς ρυθμούς της μουσικής ο bartender Ανδρέας Κασσάς ανακατεύει με φροντίδα, φρουτώδη, μεθυσμένα κοκτέιλ, το τέλειο συνοδευτικό μίας μακριάς καλοκαιρινής νύχτας. Του ζήτησα κάτι «χωρίς καθόλου αλκοόλ» και έκανε θαύματα, μπερδεύοντας γλυκά το ξινό λάιμ με το πικρό τζίντζερ, γεύση ιδανικό στο πλάϊ ενός χορταστικού, προσεγμένου δείπνου. Ο κατάλογος με τα «σπιτικά» κοκτέιλ του μαγαζιού είναι εκτενέστατος – εσύ προτιμάς για βάση το ρούμι, τη βότκα ή το τζιν; – και συνοδεύεται από μία λίστα απλών αλλά πλούσιων πιάτων επιμελημένα από τον σεφ του εστιατορίου, Γιώργο Νεστορίδη, τα οποία δίνουν μία δική τους, ξεχωριστή διάσταση στην έννοια του “barfood”. Το έξυπνο μενού ωστόσο δεν τελειώνει στο δείπνο και στο barfood. Από τις 11 το μεσημέρι μέχρι τις 6 το απόγευμα το The Abbot σερβίρει την δική του εκδοχή για το τέλειο lunch μέσα από οκτώ γευστικές επιλογές, ενώ τα Σαββατοκύριακα θα βρεις εδώ μερικά από τα πιο ζουμερά πιάτα με αυγά ή pancakes, σε ένα ιδανικό brunch που σε ξυπνάει και σε χορταίνει από τις πρώτες μπουκιές.
Στο πλαϊνό τμήμα του μαγαζιού η διάθεση ανοίγει, παρέα με την ατμόσφαιρα, και ένας πανέμορφος κήπος απλώνεται μπροστά σου: ξύλινα καθίσματα κάτω από πορτοκαλί φαναράκια και μία κληματαριά, άγριας ομορφιάς να σε πετάει από τα Σταφύλια της Οργής του Στάινμπεκ στη βόρεια Ιταλία του “Call Me By Your Name” και πάλι πίσω. Μία καλοκαιρινή διαδρομή τρυφερής νωχελικότητας στη καρδιά του απόλυτα μπερδεμένου, urban τοπίου. Αν διαλέξεις το “Τhe Abbot” για το δείπνο σου το μόνο βέβαιο είναι πως δεν θα φύγεις ζημιωμένος. Οι μερίδες είναι η ξεκάθαρη, σταράτη απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι η γκουρμέ, υψηλή ποιότητα δεν γίνεται να είναι ταυτόχρονα και χορταστική, ενώ οι γεύσεις, από ψάρι μέχρι εκλεκτό κρέας και από δροσερές σαλάτες μέχρι ζουμερά ζυμαρικά, δεν γίνεται να απογοητεύσουν κανέναν ουρανίσκο.
Μαζί με την πρώτη γουλιά από τα κοκτέιλ, στο τραπέζι φτάνουν τα πρώτα πιάτα ζωηρής φαντασίας και εξαιρετικής παρουσίασης. Το απαλό καρπάτσιο καραβίδας με αγγούρι, βασιλικό, nori και lime μπερδεύεται γλυκά με τις γευστικές φακές beluga με κινόα, καβούρι και passion fruit, την ίδια στιγμή που ένα ζεστό flatbread με μοσχάρι, cheddar και μοτσαρέλα βρίσκει άψογα την θέση του δίπλα σε μία άψογα ψημένη πάπια με mango μέσα σε τραγανό ρυζόφυλλο. Ο Γιώργος Νεστορίδης και η ομάδα του όμως δεν σταματούν εδώ. Τα κυρίως πιάτα είναι ένας υπέροχος λόγος για να αντισταθείς στο να παραγγείλεις ένα ορεκτικό ακόμα και τελικά δεν ξέρω αν το αγαπημένο μου πιάτο είναι το rib-eye με γλάσο από teriyaki και ρακόμελο ή το κριθαροτό γαρίδας με ζωμό μπουγιαμπέσας.
Λίγο πριν πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, και καθώς απολαμβάνουμε το νέο επιδόρπιο του εστιατορίου, «κάτι ωραίο που θυμίζει Lila Pause» θα μας πει χαμογελώντας ο σεφ πριν το σερβίρει με εντυπωσιακό τρόπο μπροστά μας, σκέφτομαι κάτι προφανές, αλλά σίγουρα καθόλου δεδομένο. Πως στην τελική η επιτυχία ενός σεφ και μίας ολόκληρης μαγειρικής ομάδας δεν βρίσκεται μόνο στο να συλλάβουν εμπνευσμένες ιδέες για ιδιαίτερα πιάτα. Αλλά στο να καταφέρουν να δημιουργήσουν γεύσεις που θα πλήρωνες ξανά και ξανά για να τις δοκιμάσεις. Γεύσεις που την επόμενη (και τη μεθεπόμενη) ημέρα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, βρίσκονται ακόμα στη σκέψη σου. Φαγητό που σου ζεσταίνει την ψυχή και δεν σου επιτρέπει να το ξεχάσεις έτσι απλά.
"Abbot" στα Αγγλικά σημαίνει «μοναχός». Πίσω, όμως, από τη σύλληψη αυτού του φρέσκου μαγαζιού στο κέντρο του Χαλανδρίου υπάρχει ακόμα μία ιστορία, καλιφορνέζικης, εξωτικής γοητείας. Για μία πόλη με παρόμοιο όνομα, κάπου στη δυτική πλευρά του Ατλαντικού, που την λούζει το κύμα και γνωρίζει μόνο καλοκαίρι. Τι από τα δύο είναι πιο ταιριαστό κανείς δεν μπορεί να πει με το χέρι στην καρδιά. Γιατί μέσα στο πέτρινο εσωτερικό αυτής της καταπράσινης, αστικής αυλής που μοιάζει βγαλμένη από μοναστήρι γεμάτο αμπελώνες, νιώθεις πως κάνεις ατελείωτες, καλοκαιρινές διακοπές στην καρδιά της Αθήνας.
Το "The Abbot" έχει κάνει ήδη αίσθηση και στο ινσταγκραμικό κοινό.
The Abbot
Λεωφόρος Βασ. Γεωργίου Β 3, Χαλάνδρι
Τηλ. 210 6825881
Facebook: https://www.facebook.com/TheAbbotAthens/
Instagram: https://www.instagram.com/theabbotathens/