Βροχερό απόγευμα στη βόρεια πλευρά της Αθήνας. Ο κόσμος βγαίνει πολύ βιαστικός από το μετρό, κατευθύνεται προς τη μποτιλιαρισμένη λεωφόρο Μεσογείων, στριμώχνεται στις στάσεις των λεωφορείων και στις διαβάσεις των πεζών. Ψάχνω κι εγώ έναν τρόπο να προφυλαχθώ από τη βροχή που πέφτει ψιλή και πολύ ενοχλητική πάνω μου, ενώ στέκομαι πίσω από μία μαμά που περιμένει το πράσινο φανάρι για να διασχίσει τον δρόμο με το μωρό της στο καροτσάκι του. Το φανάρι ανάβει και προλαβαίνουμε να κάνουμε μόλις δύο-τρία βήματα πριν ένα λευκό Skoda πατήσει γκάζι και περάσει σύριζα δίπλα μας. Ελάχιστα χιλιοστά από τις δύο σακούλες που κρατούσα στα χέρια μου, αλλά, κυρίως, ελάχιστα χιλιοστά από το μικρό αγοράκι που καθόταν αναπαυτικά στο καρότσι του, στριφογυρίζοντας στα χέρια του έναν πολύχρωμο κύβο-κουδουνίστρα.
Ο κόσμος παγώνει ακαριαία, χέρια υψώνονται στον αέρα, μα καμία χυδαία και υποτιμητική χειρονομία δεν είναι αρκετή για να ξορκίσει την τρομάρα που, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μας κυρίευσε, τον πανικό στα μάτια της μαμάς που τώρα είχε οπισθοχωρήσει προς το πεζοδρόμιο, τρέμοντας από τον φόβο της. Μέσα στον χαμό από φωνές και διαμαρτυρίες ο οδηγός του Skoda πατάει για μία στιγμή το φρένο, τόσο ώστε να προλάβω να τον κοιτάξω αστραπιαία στα μάτια και να πω κάπως χαμένη: «Είσαι εντελώς ηλίθιος;», για να πάρω την στα όρια του τρομακτικού απάντηση «Εδώ δεν είναι Αγγλία, μωρή», πριν πατήσει πάλι το γκάζι, περάσει ακόμα ένα φανάρι με πορτοκαλί και χαθεί για πάντα.
Έχω ζήσει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό, συμπτωματικά στην Αγγλία, για να ξέρω ότι η ξενομανία δεν πρόκειται να μας βοηθήσει ποτέ σε τίποτα. Όταν μένεις μόνιμα σε ένα μέρος τα προβλήματα είναι πάντα εκεί, περίπου τα ίδια, γιατί είναι τα προβλήματα της καθημερινότητας με διαφορετική, ανάλογα με τις συνθήκες, μορφή. Και οι Βρετανοί έχουν σίγουρα αμέτρητα στραβά, όντας ένας βαθιά καταπιεσμένος λαός. Το αντιλαμβάνεσαι κυρίως όταν εστιάσεις στον τρόπο κατά τον οποίο αφήνονται στους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα τους και στο πώς διαχειρίζονται τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Όταν όμως βρίσκονται έξω και στην τσέπη τους υπάρχει ένα τόσο δα μικρούλι κομματάκι χαρτί που τους σπάει τα νεύρα και θέλουν επειγόντως να το ξεφορτωθούν, κάνουν υπομονή και το κρατάνε στωικά επάνω τους μέχρι να βρουν έναν κάδο (ιδανικά έναν κάδο ανακύκλωσης) για να το πετάξουν. Και όταν τρώνε σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο και θέλουν να κάνουν ένα τσιγάρο γιατί είναι καπνιστές και τους αρέσει το κάπνισμα παίρνουν το κρασί τους, φοράνε το παλτό τους και βγαίνουν στο πεζοδρόμιο, στους 2 βαθμούς κελσίου, γιατί δεν υπάρχει καν στον δικό τους ορίζοντα ως μηδαμινή, απειροελάχιστη πιθανότητα το ενδεχόμενο του να καπνίσουν μέσα σε έναν κλειστό χώρο όπου κάθονται και διασκεδάζουν δεκάδες άλλοι άνθρωποι που δεν βάζουν τσιγάρο στο στόμα τους. Γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ένα θέμα διεκδίκησης ή ανοικτής συζήτησης, αλλά ένα βαθύ ζήτημα Διαφωτισμού και σεβασμού γι’ αυτόν που βρίσκεται απέναντι σου. Και όταν τύχει να πέσουν σε μποτιλιάσμα, ενώ έχουν αργήσει στη δουλειά τους (πράγμα που στο Λονδίνο συμβαίνει σχεδόν κάθε μέρα) συνεχίζουν να έχουν τα μάτια τους ανοικτά για τις διαβάσεις των πεζών προκειμένου να κοκαλώσουν τελείως τα αυτοκίνητα τους, λες και τα χτύπησε ξόρκι, γιατί απλούστατα αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που στους δρόμους υπάρχουνε διαβάσεις.
Πρέπει να είναι ένα πραγματικά πολύ γλυκό όνειρο το να περνάς μία ολόκληρη ζωή πιστεύοντας ότι ζεις στην ωραιότερη χώρα του σύμπαντος και ότι είσαι εσύ ο καλύτερος και εξυπνότερος τυπάς στον κόσμο, ο οποίος ακριβώς επειδή είναι τόσο καλός και έξυπνος δικαιούται να κάνει το οτιδήποτε εις βάρους οποιουδήποτε, χωρίς συγγνώμες και εξηγήσεις. Ωστόσο που και που καλό είναι να συνέρχεσαι από την ουτοπία για να κοιτάξεις γύρω σου και να συνειδητοποιήσεις ποιος στα αλήθεια είσαι και που βρίσκεσαι. Ίσως έτσι αύριο το πρωί να ξυπνήσεις λίγο λιγότερο βολεμένος κάφρος απ΄όσο ξύπνησες σήμερα.