«Αυτό που ονομάζουμε αγάπη μπορεί συχνά να είναι ένα πολύ καταπιεστικό αίσθημα». Έχοντας απέναντι μου την σκηνή του θεάτρου Δημήτρης Χορν και κοιτάζοντας το περίτεχνα «κούφιο» σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, έχοντας κατά νου την παραπάνω φράση, ζυγίζω τους ήρωες του Αυγούστου, του βραβευμένου θεατρικού έργου του Aμερικάνου Tracy Letts. Θυμίζουν και οι ίδιοι το άδειο, ξύλινο κέλυφος που εδώ εξυπηρετεί σαν σπίτι, δυσλειτουργικό μέσα στην κενότητα του, ακριβώς όπως και ο συγγενικός δεσμός που τους ενώνει.
Μια αυγουστιάτικη νύχτα ο Μπέβερλυ Γουέστον – διάσημος ποιητής και διαβόητος αλκοολικός- εξαφανίζεται. Οι τρεις κόρες του, Μπάρμπαρα, Άιβυ και Κάρεν, επιστρέφουν στο πατρικό τους -μαζί με τις δικές τους δυσλειτουργικές οικογένειες και τα δικά τους μυστικά- για να φροντίσουν τη μητέρα τους, Βάιολετ.
Το οικογενειακό τραπέζι στρώνεται, η οικογένεια συγκεντρώνεται και η μάχη αρχίζει: καλά κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, ανομολόγητα πάθη αναζωπυρώνονται, παλιές έχθρες βγαίνουν στην επιφάνεια, προσβολές ανταλλάσσονται και απειλές εκτοξεύονται.
Αυτόπτες μάρτυρες της μοναδικής ικανότητας των Γουέστον να αλληλοκατασπαράζονται είναι η νεαρή ινδιάνα οικονόμος Τζόνα και η αδερφή της Βάιολετ, η Μάττυ Φέη, που έxει καταφτάσει μαζί με τη δική της οικογένεια και κατέχει εξίσου καλά την τέχνη της σκληρότητας.
To WomanTOC στα παρασκήνια του Αυγούστου, εκεί όπου συνάντησε τους πρωταγωνιστές και τον σκηνοθέτη της παράστασης.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επέλεξε το κείμενο του Letts πέρυσι για να το μεταφέρει για πρώτη φορά σε ελληνική, θεατρική σκηνή με την ίδια ακριβώς χειρουργική ακρίβεια που επιλέγει κάθε φορά τα έργα που σκηνοθετεί. Υπάρχει μία δυσκολία και κάτι αρκετά συχνά απροσδιόριστα προβληματικό στις σχέσεις των χαρακτήρων, κάτι που σε κάνει σε μία πρώτη ανάγνωση να σκεφτείς ότι αυτό που εκείνοι ζουν δεν έχει καμία προφανή σχέση με την δική σου πραγματικότητα. Κι όμως, αν αποδομήσεις επιτυχώς τα αδιέξοδα τους κι αν διαβάσεις σωστά πίσω από με τις φράσεις που ανταλλάσσουν μεταξύ τους, θα αντιληφθείς ότι οι βαθύτερες ρίζες των προσωπικών τους ζητημάτων δεν διαφέρουν τελικά και τόσο πολύ από τα δικά σου προσωπικά ζητήματα.
Η Θέμις Μπαζάκα φοράει τη μακριά, μεταξωτή ρόμπα της, όσο η Βίκυ Βολιώτη παίρνει τη θέση της στο δεύτερο επίπεδο του σκηνικού και ο Μάνος Βακούσης, ο οποίος υποδύεται τον εξαφανισμένο πατέρα της οικογένειας, στέκεται με το βιβλίο του ανά χείρας στο μπροστινό μέρος της σκηνής. Η πρόβα εξελίσσεται σε μία άψογα ενορχηστρωμένη, γρήγορη ροή κι εγώ ξεχνάω εντελώς ότι βλέπω το έργο σε μία από τις τελευταίες δοκιμές πριν τη πρεμιέρα, βουτώντας όσο πιο βαθιά γίνεται μέσα στην ιστορία. Δύο είναι τα πράγματα που δεν γίνεται να φύγουν από το μυαλό σου όσο αυτή η τόσο ιδιαίτερη οικογένεια ξεδιπλώνει τα πιο σκοτεινά μυστικά της μπροστά στα μάτια σου. Το πρώτο είναι το πόσο σημαντικό επίτευγμα μοιάζει το να λειτουργούν όλα τόσο – μα τόσο – άψογα, μέσα σε ένα κλίμα απόλυτου ρεαλισμού, όταν πρέπει να διαχειριστείς πάνω στη σκηνή σχεδόν ολόκληρο τον θίασο καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης. Το δεύτερο είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ανακαλύπτοντας τις κρυφές πτυχές στη ζωή της οικογένειας Γουέστον σου συμβαίνει κάτι αρκετά συνηθισμένο και παράλληλα τρομερά τραβηχτικό. Δεν είσαι σε καμία περίπτωση σίγουρος αν πρέπει να γελάσεις μέχρι δακρύων ή απλώς να βάλεις τα κλάμματα με την τραγικότητα της κατάστασης.
Γελάω. Πολύ. Μέσα στο άδειο θέατρο, ξεχνώντας ότι δεν υπάρχουν άλλοι θεατές, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης γελάει κι αυτός, δυνατά, απολαμβάνοντας την ιστορία σα να την ανακαλύπτει για πρώτη φορά. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η πραγματική μαγεία μίας αληθινά σπουδαίας ιστορίας; Να βρίσκεις σε αυτή κάθε φορά κάτι πραγματικά μοναδικό, ασθμαίνοντας μέσα στη ψυχή σου με αγωνία. Λες και δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να συμβεί στη συνέχεια.