Γράφει η Άννα Αναστασοπούλου
Δεύτερη μέρα του Πάσχα χειρότερη κι από Κυριακή απόγευμα. Τι απολογισμός κι αυτός, ούτε παραμονή πρωτοχρονιάς να ήτανε, που κάνεις ένα φλας μπακ στη χρονιά που πέρασε και βλέπεις τι πήρες, τι έχασες,τι άφησες και που πας. «Πας, δεν πας» όπως διαπιστώνεις και δεν εννοώ μόνο πως παράφαγες, εντάξει το ‘κανες κι αυτό και τώρα δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου -δεν είναι βόας δεν είναι κροταλίας είναι το φιδάκι η Άννα (βλέπε Άννα-κόντα).
Διαπιστώνεις επίσης πως τα παιδιά δεν τα φέρνει ο πελαργός όπως νόμιζες όταν ήσουν παιδί αλλά μια απειροελάχιστη ρωγμή στο χωροχρόνο γεμάτη από ζεύγη χρωμοσωμάτων που αποφάσισαν να χορέψουν τσικ του τσικ.
Κι εκεί που νιώθεις τη βαρυστομαχιά να σε κατατροπώνει, «φέρε κι άλλες σόδες κυρ Στέφανε», συνειδητοποιείς πως δεν σου έχει κάνει το αμνοερίφιο τη ζημιά αλλά ο νταλγκάς που έχει στρογγυλοκάτσει στο κεφάλι σου.
Δώσε τους ότι καλύτερο έχεις και φύσηξε δυνατά να ανοίξουν τα δικά τους πανιά για τα δικά τους ταξίδια.
Είναι λίγο κομπλικέ το ζήτημα «Πώς να μεγαλώσεις παιδιά στην Ελλάδα σήμερα». Δε λέω, καλός ο ήλιος και η θάλασσα αλλά δεν φτάνουν, μάνα μου. Δε φτάνουν τα μισθά, και πώς να φτάσουν καλό μου; Δυο παιδιά με 18 μήνες διαφορά, έχεις κάνει σπλιτ και δεν το ξέρεις. Όλα διπλά, οι χαρές, οι λύπες, τα έξοδα. Δε θα μιλήσω για το διάστημα που το μεγάλο παιδί, το πρώτο πήγαινε γυμνάσιο, εκεί τα έξοδα έδιναν «ρεσιτάλ ερμηνείας». Το δε επίδομα τριτεκνίας, δε θέλω να σας ταράξω, αλλά μόλις το παιδί έφτανε στα έξι, τσακ το μείωναν. Διότι σου λέει το κράτος «κυρία μου το παιδί είναι έτοιμο, δε χρειάζεται καμία άλλη βοήθεια, δε θα έχετε κανένα άλλο έξοδο...».
Και πας να κάνεις ένα βήμα μπροστά κι ακούς από το βάθος «που πας ρε Καραμήτρο;». Τραβάς μια προσοχή, έρχεσαι στα ίσα σου, παίρνεις το κουπί και ξεκινάς. «Άλλος για τη βάρκα μου;». Πολύς κόσμος στην ίδια βάρκα με προορισμό ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά. Γονείς στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στο αθλητικό κέντρο, βάρκες να δουν τα μάτια σου. Τρέχουμε όλοι με ένα ρολόι στο ένα χέρι, έναν καφέ, ένα βιβλίο, το κινητό στο άλλο χέρι, ανάλογα το χρόνο παραμονής στο εκάστοτε λιμάνι.
Και καθώς έχω αρχίσει ήδη να αγχώνομαι με όλα αυτά, λέω στον εαυτό μου κουλ μπέιμπι, χαλάρωσε, δε θα μεγαλώσεις πιόνια για σκακιέρα αλλά ανθρώπους. Δώσε τους ότι καλύτερο έχεις και φύσηξε δυνατά να ανοίξουν τα δικά τους πανιά για τα δικά τους ταξίδια. Να ονειρευτούν, να γελάσουν, να ερωτευτούν, να εργαστούν, να δημιουργήσουν, να ζήσουν.
Και τώρα που σας μιλάω αιωρούμαι, στο σαλόνι, με τον πορτοκαλί χιτώνα μου και προσεύχομαι μετρώντας κόμπους στο κομποσκοίνι μου. Ωμμμμμμμμ Ωμμμμμμ Ωμμμμμμμ.