Παρόλο που έχουν περάσει μόνο δέκα χρόνια από το 2008 νομίζω πως το νιώθουμε όλοι για τα καλά το πετσί μας. Πλέον οι δεκαετίες μοιάζουν να κυλούν πολύ πιο γρήγορα απ' ότι κυλούσαν παλαιότερα, τότε που δέκα χρόνια φάνταζαν απλά ως το φυσικό πέρασμα από τη μία δεκαετία στην άλλη, την γλυκιά εξέλιξη των πραγμάτων που φέρνουν μαζί τους τα χρόνια που περνάνε.
Εν έτη 2018, τα δέκα χρόνια που έχουν κυλήσει από το 2008 μέχρι σήμερα μοιάζουν με έναν μικρό αιώνα, το Μy Space είναι πλέον παρελθόν, τα c.d. επίσης, στο Κολωνάκι βρίσκεις να παραρκάρεις με ευκολία Παρασκευή βράδυ, χορεύουμε με μουσικές που το επόμενο πρωί δεν θυμόμαστε, χαζεύουμε viral βιντεάκια, γελάμε, τα στέλνουμε από εδώ και από εκεί, σε φίλους και γνωστούς, και μετά τα ξεχνάμε, δεν γίνεται λόγος ποτέ ξανά γι' αυτά.
Δέκα χρόνια πριν όμως το ίντερνετ δεν είχε στις ζωές μας την θέση που έχει τώρα, λίγο πριν τις αρχές των 20's, και το να φτάσει ένα αστείο, ένα hit ή μία φωτογραφία παντού, αργά-αργά από στόμα σε στόμα, έμοιαζε - και ήταν δηλαδή εδώ που τα λέμε - μεγάλη υπόθεση.
Και έτσι, σε ένα σύμπαν που φαίνεται μακρινό και παράλληλο, στο φωτεινό και ζεστό καλοκαίρι του 2008 έκανε την εμφάνιση του ένα ελληνικό τραγούδι για να γίνει το πρώτο ελληνικό viral, πριν γεννηθεί καν η έννοια του viral. Οι - χωρίς κανέναν νόημα - στίχοι του έγιναν σύνθημα, βρήκαν την θέση τους σε τοίχους και στις καθημερινές μας συζητήσεις, η καλτ τρασίλα που έσερνε μαζί του, από μπιτσόμπαρο σε μπιτσόμπαρο, μετουσιώθηκε σε guilty pleasure , αλλά κυρίως και πάνω απ' όλα το θυμόμαστε ακόμα ως μία μουσική υπόκρουση των πιο λούμπεν, φωτεινών, διακοπών μας. Από εκείνες τις παλιές διακοπές, τις ξένοιαστες, με τα λεφτά, όταν τρώγαμε κρέπα σοκολάτα μπανάνα στην ξαπλώστρα με παγωμένη μπύρα με λεμόνι.
Πίσω από την ιστορία του «Τέλος», η γυναικεία φωνή που το ερμηνεύει. Όλοι την ακούσαμε, όμως ελάχιστοι ξέρουν ποια ήταν τελικά η γυναίκα για την οποία γράφτηκε το πιο viral ίσως μουσικό κομμάτι που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, βασισμένο φυσικά στην απίθανη ραδιοφωνική φάρσα με την ίδια ακριβώς ατάκα.
Το στόρι είναι σύντομο και βέβαια περιέχει την δική του ιστορία καψούρας, γιατί πώς αλλιώς και για ποιον άλλο λόγο θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος να καθήσει κάτω και να γράψει στα σοβαρά, με χαρτί και με μολύβι την φράση «Είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, τέλος». Ο στιχουργός και συνθέτης του καλτ τραγουδιού, Κώστας Μηλιωτάκης, ήταν και ο άνθρωπος που είδε, ερωτεύτηκε και ανακάλυψε μουσικά την Χριστίνα Παπαδάκη, ένα ξανθό κορίτσι με καστανή ρίζα που προσπάθησε να γίνει Άννα Βίσση ή έστω Δέσποινα Βανδή, εκεί στα τέλη των 00's, αλλά τελικά έμεινε γνωστή απλά ως η φωνή πίσω από το πιο καλτ ποπ, μπουζουκοτράγουδο που όλοι αναγνωρίζουν αλλά κανείς δεν ξέρει να σου πει ποιος το τραγουδάει.
Βέβαια το κομμάτι δεν εμφανίστηκε μόνο του αλλά στα πλαίσια ενός c.d. single με τον τίτλο «Έτσι Είμαι» το οποίο χάθηκε στους αχανείς λαβύρινθους της δισκογραφίας και ουδείς πλέον το θυμάται, αν υποθέσουμε πως υπήρξε έστω και ένας άνθρωπος που το άκουσε ποτέ ολόκληρο.
Ο Κώστας Μηλιωτάκης ήταν και ο παραγωγός της συγκεκριμένης δουλειάς, προφανώς βαριά ερωτευμένος με την 19χρονη τότε Χριστίνα με την οποία η ιστορία απέδειξε ότι τελικά δεν ήταν «γεννημένοι ο ένας για τον άλλον». Η νεαρή αηδός ίσως εγκλωβισμένη στη λούμπεν καριέρα και στις εμφανίσεις στην επαρχία που ο παραγωγός και μνηστήρας της (για τον οποίο έκανε μελιστάλακτες, ερωτικές δηλώσεις σε συνεντεύξεις της) σχεδίασε για την ίδια, ίσως κουρασμένη από την ίδια την σχέση τους, του ζήτησε να χωρίσουν εκεί γύρω στο 2012 και αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα. Όνομα, ρεπερτόριο, μαλλιά, ζωή. Έτσι κι αλλιώς δεν την θυμόταν κανείς.