MILF ή ΜΙΛΦ
Από το αγγλικό αρκτικόλεξο milf που σημαίνει «mother I'd like to fuck», δηλαδή «μαμά που θα ήθελα να μπiπ», δηλαδή «μεσόκοπη, ώριμη γυναίκα(ρα) που θα ήθελα να μπiπ».
Επί το σλανγκικότερον: Μιλφέιγ, μιλφού και μιλφατζού. Το μεγάλο δίλημμα του εραστή είναι: Μιλφέιγ ή παστάκι (μικρό γλυκό γκομενάκι ηλικίας 17 με 23);
ΠΑΡΑΓΩΓΑ
1. Μιλφάκιας
Όστις συνοδεύει το μιλφέιγ του με μιλφ σέηκ, μιλφάροντας μόνο με μιλφάρες, μιλφομάνες, μιλφούδες και μιλφίδια.
Παραδείγματα
- Τώρα που είδα την Λυμπεράκη, κατάλαβα γιατί έκανε κόμμα ο Θεοδωράκης. Είναι μιλφάκιας!
- Mετά την Άντζελα Γκερέκου, και η Νόνη Δούνια στη Ν.Δ. Αντώνης ο μιλφάκιας.
- Μιλφάκιας από μικρός. Στα 4 προτιμούσε τις 7χρονες.
2. Μιλφιάδης
Αρχαίος Έλληνας στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ., που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε μεγαλύτερες και ωριμότερες γυναίκες. Απαντάται και ως Milfιάδης.
Παράδειγμα
- Χτύπησα τρελό γκομενάκι χτες βράδυ. Τριανταπέντε και βάλε, χωρισμένη με παιδί, αλλά τούμπανο. Έχω πάθει πλάκα!
- Μα ποιος είσαι, ρε φίλε, ο Μιλφιάδης;
3. Μιλφέιγ
Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως ελληνική απόδοση του αρκτικόλεξου M.I.L.F.
Παράδειγμα
Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα.
4. Μιλφού
Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση. Χρησιμοποιείται ως επιθετικός προσδιορισμός. Ταυτόσημο: μιλφατζού.
Παράδειγμα
Πω πω, ρε Λάκη, κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
5. Μιλφάρα
Αναφέρεται σε εμφανίσιμη γυναίκα 30+ ετών (που έχει, ή που θα μπορούσε θεωρητικά να έχει, παιδιά) και είναι βεβαίως κρεβατάμπλ. Αντίθετο, το χαϊδευτικό μιλφάκι.
Παράδειγμα
- Πώς σού φάνηκε η Καίτη;
- Μιλφάρα τρελή!
6. Μιλφίδιο
Το τέως νυμφίδιο που διατηρεί την πιτσιλογένεια του 20+ χρόνια μετά. Εναλλακτικά, πολύ νεαρά μιλφ (κάτω των 25 ετών). Άλλη μια ευφάνταστη ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου MILF.
Παράδειγμα
Η Χριστίνα Αλεξανιάν έχει εξελιχτεί σε απείρου κάλλους μιλφίδιο.
7. Μιλφομάνα
Μάνα άι'ντ λάικ του φακ + μάνα = πλεονασμός. Όταν πρόκειται για «μιλφάρα», οι λεκτικές υπερβολές δεν συγχωρούνται, επιβάλλονται.
Παράδειγμα
- Ρε μαν, κοίτα μια ξανθιά μιλφομάνα απέναντι!
- Ποια λες, μαν; Την μελαχρινή με τις σακούλες Σκλαβενίτη;
8. Προμίλφ
Η ελκυστική εκείνη γυναίκα που είναι (οριακά) ακόμη στην καλύτερη αναπαραγωγική ηλικία (30-35 χρονών), αλλά δεν έχει γίνει ακόμη μαμά. Είναι λίγο μικρότερη σε ηλικία από μιλφ. (Προ+μιλφ, ελληνική απόδοση του αγγλικού pre milf).
Παράδειγμα
- Πω, ρε φίλε, η Τζένη... Τί προμίλφ είν' τούτο!
- Χώσου ρε, τι κάθεσαι;
9. Μιλφάματα
Μιλφ+γεράματα = μιλφάματα. Λεξιπλασία που περιγράφει την ηλικιακή κατάσταση μιας μιλφ.
Παράδειγμα
Ελληνίδα Milf, επηρεασμένη από την θρησκεία, αναθεματίζει τα άγια για την κατάσταση της ηλικίας της, που δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο:
Αχ Παναγιά μου, βόηθα! Κοίτα να δεις που τώρα στα μιλφάματα, θα γίνω και θρήσκα.
10. Μιλφάρω
Την «πέφτω» (κυνηγώ) γυναίκες μιλφ.
Παράδειγμα
Γιαννάκη μιλφάρεις καμιά στάλα;
11. Τρε κομιλφό
Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.
Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.
Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.
Παράδειγμα
Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό.
12. Παθαίνω μιλφόπλακα
Λιμπιντιακό κοκομπλόκο μετά καρδιακού μιλφ σέηκ που κυριεύει τον μιλφάκια στην θέα μιας υπερτουμπανιαίας «μιλφομάνας αναφοράς».
Παράδειγμα
-Είδα και το μιλφ και επαθα μιλφόπλακα! Απίθανο μιλφάκι!
13. Μιλφομπούκαλο
Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει gilf, όπου το mother αντικαθίσταται από το grandmother).
Παράδειγμα
Και ιδού γιατί είμαι μιλφομπούκαλο. Έτσι είναι η ζωή μου.