«Η Τερέζα Μαίρη Μέϊ (Theresa Mary May), η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας, κατείχε τη γραμματεία εσωτερικών από το 2010, ενώ ήταν μέλος του Κοινοβουλίου, εκπροσωπώντας το Μέιντενχεντ, από το 1997. Ηγετική προσωπικότητα του Συντηρητικού Κόμματος, γεννήθηκε στο Ίστμπουρν της Αγγλίας, την 1η Οκτωβρίου 1956. Σπούδασε γεωγραφία στο κολέγιο του Σεντ Χιου στην Οξφόρδη. Από το 1977 έως το 1983 εργαζόταν στην Τράπεζα της Αγγλίας και από το 1985 ως το 1997 στον οργανισμό πληρωμών εκκαθαριστικών υπηρεσιών, ενώ υπήρξε και δημοτική σύμβουλος για το Προάστειο Μέρτον του Λονδίνου.Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες να εκλεγεί στην Βουλή των Κοινοτήτων το 1992 και το 1994, κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής για το Μέιντενχεντ στις γενικές εκλογές του 1997» αυτά γράφει -πάνω κάτω- το CV της, το οποίο έκανε το γύρο του κόσμου. Διαβάζοντάς το καταλαβαίνουμε ότι η Μέϊ είναι σκληρό καρύδι πολιτικά, χωρίς ιδιαίτερες φιοριτούρες, όπως αρμόζει στο συντηρητικό κόμμα. Η ίδια έχει δηλώσει στο παρελθόν, θέλοντας να ξεκαθαρίσει τυχόν συγκρίσεις στο πρόσωπό της με το παρελθόν: «Μόνο μία Μάργκαρετ Θάτσερ μπορεί να υπάρξει. Δεν πιστεύω στα role models. Σε όποιο πόστο κι αν ήμουν, πάντα προσπαθούσα να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα. Δεν είχα πρότυπα».
Υπάρχει όμως, μία μικρή, αλλά σημαντική, λεπτομέρεια, η οποία «κλωτσάει» το κονστιπέ στυλ και κάνει τη δική της μεγάλη επανάσταση. Η Τερέζα Μέϊ έχει αδυναμία στο λεοπάρ ντεσέν και συγκεκριμένα στα λεοπάρ παπούτσια. Επίσης, σε όλα τα περίτεχνα και εντυπωσιακά παπούτσια, γενικά. Δεν είναι μία, ούτε δύο, ούτε τρεις, οι φορές που ο φακός έχει τσακώσει την Μέϊ με τακουνάκια (λατρεύει τα kitten heels και τα φλατ) που φωνάζουν τα άγρια ένστικτά τους. Το υπόλοιπο dress code δεν μαρτυρά κάτι «ανήμερο», χωρίς όμως να φλερτάρει με το αδιάφορο. Κοντολογίς η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας «το 'χει» με τη μόδα: «Μου αρέσουν τα ρούχα και μου αρέσουν τα παπούτσια. Μία πρόκληση για τις γυναίκες καριέρας είναι να παραμείνουν ο εαυτός τους, να συνδυάσουν τη μόδα με τη σταδιοδρομία».
Θα έχουμε πολλές ευκαιρίες να δούμε τα λεγόμενά της να γίνονται πράξη.