Ένα μουσείο στη Δανία έδωσε 83.000 δολάρια σε έναν καλλιτέχνη προκειμένου να δημιουργήσει δύο έργα τα οποία να διαπραγματεύονται τη φύση της εργασίας στον σύχρονο κόσμο. Η ιδέα πίσω από το συγκεκριμένη ανάθεση ήταν ο καλλιτέχνης να χρησιμοποιήσει τα χαρτονομίσματα που του δόθηκαν στα έργα που θα παρέδιδε, σε ένα κοινωνικό σχόλιο για τη δυναμική εργοδότη και εργαζόμενου.
Τελικά ο καλλιτέχνης με το όνομα Jens Haaning επέστρεψε μετά από λίγο καιρό στο μουσείο παραδίδοντας δύο εντελώς λευκούς καμβάδες δίχως ίχνος χαρτονομίσματος ή οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας πάνω τους. Τα δύο «κενά» έργα που έχουν τον τίτλο «Take the Money and Run» («Πάρε τα λεφτά κα τρέξε) εκτείθονται αυτή την περίοδο στη νέα έκθεση που έκανε εγκαίνια πριν από μία εβδομάδα στο Kunsten Museum of Modern Art, με τον καλλιτέχνη να επιβεβαιώνει ότι δεν εργάστηκε σχεδόν καθόλου για τη δημιουργία των έργων. Παρόλα αυτά, όπως ξεκαθάρισε, σκοπεύει να κρατήσει κάθε σεντ από τα χρήματα που του δόθηκαν.
«Αν κρατήσω τα χρήματα μιλάμε για ένα αληθινό έργο τέχνης. Πιστεύω ότι δημιούργησα ένα καλό και σχετικό έργο τέχνης που μπορεί να κρεμαστεί σε έναν τοίχο», δήλωσε ο Haaning μετά τον σάλο που προκλήθηκε σχετικά με το γεγονός ότι αρνείται να επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε. Όσο για τους υπεύθυνους του μουσείου, αντικρουώμενες αντιδράσεις - τουλάχιστον στις δημόσιες δηλώσεις τους.
Αρχικά, ο διευθυντής του μουσείου, Lasse Andersson, σχολίασε ότι ο καλλιτέχνης δεν εκπλήρωσε ποτέ την αρχική ανάθεση όπως αυτή του δόθηκε από το μουσείο και για αυτόν τον λόγο πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψει το σύνολο του ποσού μείον την προμήθεια που αναλογεί στην εργασία του. Όπως εξήγησε ο Andersson η ιδέα ήταν τα χαρτονομίσματα να τοποθετηθούν στον καμβά ως σχόλιο πάνω στους ετήσιους μισθούς των εργατών σε Αυστρία και Δανία κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ και ότι αν ο Haaning δεν επιστρέψει τα χρήματα τότε το μουσείο θα κινηθεί νομικά.
Στην πορεία, ωστόσο, η στάση του ίδιου του Andersson και των υπόλοιπων στελεχών του ιδρύματος άλλαξε σημαντικά. Πλέον ο διευθυντής του μουσείου δηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ενδιαφέρον έργο τέχνης και ότι ο καλλιτέχνης είναι σίγουρα μέσα στο πνεύμα πίσω από την αρχική ανάθεση.
«Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα κωμικό σχόλιο γύρω από τους λόγους για του οποίους εργαζόμαστε, γύρω από το ποιος είναι ο λόγος τελικά να είσαι καλός σε κάτι», δήλωσε ο Andersson που άλλαξε τελείως γνώμη για τα έργα που του παρέδωσε ο Haaning. «Το περιστατικό είναι σαν μία σύγχρονη εκδοχή του Ρομπέν των Δασών. Ο έξυπνος Jens Haaning εξαπατά τον διευθυντή του μουσείου. Είναι μία ιστορία και έχει πλάκα», πρόσθεσε.
Παρόλα αυτά ανάμεσα στις δύο παραπάνω δηλώσεις πρέπει σίγουρα να μεσολάβησε κάτι που δεν έχει δημοσιοποιηθεί. Καθώς είναι αρκετά δύσκολο ο Lasse Andersson να απέτυχε να κατανοήσει από την πρώτη στιγμή τι ακριβώς ήθελε να του πει ο Haaning με τα έργα που του παρέδωσε, η κοινή γνώμη δεν μπορεί παρά να σκεφτεί ότι τελικά όλο το παιχνίδι εξακολουθεί να παίζεται στη σφαίρα του μάρκετινγκ. Kαλλιτέχνης έχει μία έξυπνη ιδέα, στην πραγματικότητα έχει μία ιδέα πιο έξυπνη από την ιδέα που του πρότειναν ο διευθυντής και ο επιμελητής του μουσείου, παίρνει το ρίσκο και την κάνει πραγματικότητα. Ο διευθυντής και ο επιμελητής του μουσείου γίνονται έξαλλοι που τα λεφτά τους έκαναν φτερά και ακόμα πιο έξαλλοι που ο καλλιτέχνης αποδείχθηκε πιο έξυπνος από εκείνους. Τελικά αποφασίζουν να παραδεχθούν την ανωτερότητα της ιδέας, συμβάλλοντας ακόμα περισσότερο στη συζήτηση γύρω από το τη λειτουργία και τον σκοπό της σύχρονης τέχνης στις ζωές μας, γύρω από το τι είναι τελικά τέχνη στον 21ο αιώνα, αλλά κυρίως πάνω στο τι έχει περισσότερη σημασία σε ένα έργο τέχνης: H ικανότητα να το δημιουργήσεις ή η ικανότητα να το σκεφτείς; Aνασύροντας και πάλι στην επιφάνεια το σημαντικό debate παλαιότερων δεκαετιών γύρω από τα τετράγωνα του Πητ Μοντριάν. Τραβώντας τελικά πολύ περισσότερο κόσμο από το αναμενόμενο στην έκθεση του μουσείου τους.
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram
Kεντρική φωτογραφία: