«Το πρώτο τοπικό προϊόν, με μεγάλο σουξέ, είναι το καπέλο με μαλλιά». Η φωνή της Ελένης Ψυχούλη ακούγεται, από το μικρόφωνο, σε ολόκληρο το πούλμαν, ενώ οι καστανές, ενσωματωμένες στο καπέλο μπούκλες, κουνιόνται γύρω από το πρόσωπό της. Το κόκκινο κραγιόν της-σήμα κατατεθέν στη θέση του. Το τουριστικό αξεσουάρ τής χαρίζει. Δεν της αφαιρεί. Η προσωπικότητα της Ελένης είναι μεγαλύτερη από οποιοδήποτε καπέλωμα.
Με τέτοια ξεναγό το τριήμερο θα κυλήσει ζάχαρη, σκέφτομαι. Έχουμε αφήσει το ξενοδοχείο Rodos Palace και έχουμε επιβιβαστεί στο πούλμαν της μεγάλης φυγής. Μια ομάδα δημοσιογράφων, ανθρώπων της γεύσης και του οίνου, connoisseur των καθημερινών ηδονών, παρατηρητές της ζωής, μεταμορφωνόμαστε σε ζωηρούς εκδρομείς. Στη γαλαρία η Μελίσσα, ο Λουκάς, ο Κωστής κι εγώ. Ό,τι αρπάξουμε από την παράδοση, δεν κρατάμε σημειώσεις.
Η συζήτηση έχει κέντρο τον χθεσινοβραδινό ύπνο, το στρώμα και τα πεντάστερα μαξιλάρια, τα οποία έχουν μία έξτρα μαγική δύναμη, να ρουφάνε γλυκά, σχεδόν ηδονικά, την κούραση. Η γυάλινη καμπίνα-ντους στο κέντρο του δωματίου δημιούργησε τις δικές της ιστορίες. Είχε προηγηθεί το δείπνο καλωσορίσματος, στα «12 Νησιά», το γαστρονομικό εστιατόριο του ξενοδοχείου, δια χειρός του σεφ Νίκου Ζερβού. Μια χορτάτη ανάμνηση συνυφασμένη με γέλια, κουβέντες και προπόσεις μεταξύ συναδέλφων, ανθρώπων που μετράμε χρόνια γνωριμίας και νεόκοπων φίλων. Ο σεφ ήταν μαθητής του Ferran Adria και είχε συνεργαστεί με τον Joel Robuchon -κάτι που άφησε να εννοηθεί μέσα από τα πιάτα του. «Για την αποδομημένη σπανακόπιτα θέλω να πω δυο πράγματα» ξεκίνησα μια χαλαρή κουβεντούλα γαλαρίας, αλλά η φωνή της Ελένης στο μικρόφωνο έστρεψε την προσοχή ξανά στο τώρα. Στο θέμα μας.
Ο Έμπωνας είναι ένα ημιορεινό χωριό, 1.060 κατοίκων, στις πλαγιές του Ατταβύρου, του υψηλότερου βουνού του νησιού -1.250 μέτρα. Σύμφωνα με ορισμένους η ονομασία του χωριού προέρχεται από τη λέξη άμβωνας λόγω της λατρείας του Δία. Άλλοι υποστηρίζουν ότι σχετίζεται με το ρήμα εμβαίνω (=μπαίνω), αφού το χωριό γίνεται ορατό μόνο αφού κάποιος μπει σε αυτό. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια αμπελιών, γι΄ αυτό υπάρχουν αρκετά σύγχρονα αλλά και παραδοσιακά οινοποιεία. Η περιοχή φημίζεται για τα κρασιά της και είναι γνωστή για την τοπική ποικιλία Μπονιάτικο. Η επίσκεψη σε τρία οινοποιεία υποχρεωτική, κατά το έθιμο. Στο ιστορικό οινοποιείο Emery, στου Πιπέρη και στο οινοποιείο Κουνάκη. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε πλατάγιασμα της γλώσσας, τανίνες και επιγεύσεις ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με μία ελαφίνα και το νεογέννητο μωρό της. Είναι υπέροχο να χαϊδεύεις το ελάφι.
Ο ήλιος καίει ιδιαίτερα στη μεριά αυτή του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Η αγάπη του Ήλιου για τη Ρόδο εξηγείται με την ηλιοφάνεια που έχει σχεδόν όλες τις μέρες του χρόνου. Γι’ αυτό την ονόμασαν Νύμφη του Ήλιου και τη θεωρούν κόρη της Αφροδίτης που αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας. Όχι, δεν είναι παρενέργεια της κρασοκατάνυξης. Αν και βρισκόμαστε σε 430 μέτρα υψόμετρο η λάβα του καλοκαιριού, ευπρόσδεκτη και παρηγορητική, μας καίει την πλάτη. Μόνο το καλοκαίρι έχει τέτοιο εφέ πάνω στους ανθρώπους: Διαστέλλει τις αισθήσεις τους και λιώνει τον χρόνο. Λες και ακολουθεί την συνταγή του παραδοσιακού, τοπικού γλυκού. Το μελεκούνι, παρότι μοιάζει με παστέλι, διαφέρει σημαντικά στη γεύση και την υφή. Τα υλικά από τα οποία παρασκευάζεται είναι το μέλι, το σησάμι, τα αμύγδαλα, η κανέλα και το πορτοκάλι. Κάποιοι βάζουν ακόμα και κόλιανδρο. Προσφέρεται σε αρραβώνες, γάμους και βαφτίσεις. Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λέξεις μέλι + κούννα και περιγράφει τα δύο κύρια συστατικά του γλυκίσματος: το μέλι και τις κούννες, τους σπόρους σησαμιού. Το μελεκούνι έχει ξεπεράσει τα σύνορα του νησιού και έχει κατακτήσει τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, σαν ένα σύγχρονο και υγιεινό σνακ.
Ο γυναικείος συνεταιρισμός «Απολλωνιάτισσες», στα Απόλλωνα, έμοιαζε με σκιερό καταφύγιο γλύκας. Το μελεκούνι ξεκίνησε δειλά-δειλά σαν άμορφος, φιλόδοξος πολτός και μπροστά στα μάτια μας πλάστηκε σε μία ομοιόμορφη πλάκα, πριν κοπεί σε πολλά ατόφια και περιεκτικά κομμάτια μελωμένης ευχαρίστησης. Κάποιοι εκδρομείς έβαλαν το χεράκι τους. Το γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο είναι ένα περιούσιο, φαγώσιμο ρουμπίνι. Εμπεριέχει όλη τη Ρόδο (τριαντάφυλλο ίσον ρόδον) μέσα του.
Η Μαίρη Καμπουράκη, η εντυπωσιακή, φιλόξενη ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Rodos Palace, μας είχε υποδεχθεί την προηγουμένη, λίγο πριν φωλιάσουμε, με ανακούφιση, στη μίνιμαλ πολυτέλεια του ανακαινισμένου abav2, με θέα την επιφάνεια της θάλασσας. Οι δεκαεπτά όροφοι του ξενοδοχείου βλέπουν όλοι το ίδιο σημείο: τη φωτεινή γραμμή των οριζόντων.
Ο ίδιος ορίζοντας, από την άλλη πλευρά του νησιού, τα βουνά και οι επιβλητικοί όγκοι τους αγκαλιάζουν την ταβέρνα Παράγκα, το κρυμμένο, γαστριμαργικό μυστικό της Ρόδου, όπου ο Γιάννης ψήνει την παράδοση στους πρωτότυπους φούρνους και στις γάστρες του. Αγάπη για το φαγητό, αυτό ξεπηδά από τα πιάτα του, αυτό φεγγοβολά και το βλέμμα αυτού του μάγειρα.
Προσπάθησα να μας μετρήσω, πάνω από αυτό το φαγοπότι του καλού. Μας έβγαλα τριάντα έναν. Χορτασμένοι και χαρούμενοι συνεχίζουμε την ανακάλυψη της «άλλης Ρόδου». «Πόσο δε μου αρέσει αυτή η έκφραση» λέει η Ελένη Ψυχούλη. Πόσο δίκιο έχει. Η αναπάντεχη ομορφιά του νησιού είναι η άδηλη. Αυτή που κρύβεται από την τουριστική επέλαση των τσάρτερ και των προκάτ αναμνηστικών της δεκαετίας του ’80, αυτή που φλερτάρει με τις κοσμοπολίτικες αναμνήσεις του ’60 όπως πέρασαν καρέ-καρέ από την ταινία «Δόλωμα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, αυτή που ενέπνευσε γκλάμουρ, μυστήριο και γοητεία μέσα το επεισόδιο «Triangle at Rhodes» της Αγκάθα Κρίστι και τον λατρεμένο Ντέιβιντ Σάτσετ στον ρόλο του Ηρακλή Πουαρό.
Η Άρτεμις Καλαντζάκου, συνεργάτις του ξενοδοχείου και ενεργό μέλος της συμμορίας των εκδρομέων, είχε βοηθήσει στο κόνσεπτ της κερδισμένης αίγλης, μοιράζοντας μπεζ, panama καπέλα σε όλους. Όπως και να το κάνεις, η μεγαλοπρέπεια που προσδίδει το καπέλο αυτό είναι ανάλογη της ιστορία του.
Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης πόλης που το 1988 συμπεριλήφθηκε στην λίστα των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco, δεν είναι η άλλη Ρόδος. Είναι η Ρόδος που αγαπήσαμε. «Σαν να καθοδηγείται από μια μυστική δύναμη ο επισκέπτης της μεσαιωνικής πόλης οδηγείται ξανά και ξανά σ’ ένα περίπατο στην πλακόστρωτη οδό των Ιπποτών, σαν ένας προσκυνητής του Μεσαίωνα που χαρούμενα παρεπιδημεί στο νησί του Ηλίου» γράφει το rodosisland.gr και συνεχίζει: «Είναι ένα μωσαϊκό πολλών πολιτισμών, την μοναδικότητα της οποίας δεν μπορεί κάποιος να κατανοήσει πλήρως. Είναι μια πόλη ζωντανή, παντοτινά νέα, που προσπερνά τον χρόνο».
Το δείπνο της ίδιας μέρας έγινε στο σπίτι μας. Δηλαδή, σαν στο σπίτι σπίτι μας. Σε ένα αυθεντικό αρχοντικό της παλιάς πόλης, ο Γιάννης Κατσιμπράκης μαγείρεψε μόνο για μας. Το μακρόστενο τραπέζι της εξωτερικής αυλής ένωσε τις καρδιές μας. Η έννοια της φαμίλιας βρήκε την αντίστοιχη ερμηνεία της μεταξύ φίλων. Το ίδιο συνέβη και την επομένη, το μεσημέρι, όταν ο ένας εκ των δύο αδερφών Μαυρίκου μας άνοιξε το σπίτι τους, ένα παραδοσιακό σπίτι της Λίνδου, της μόνης περιοχής του νησιού που θυμίζει Κυκλάδες, καλώντας μας για έναν πολύ ιδιωτικό μεζέ. Τα αδέρφια Μαυρίκου έχουν ένα από τα πιο παλιά εστιατόρια στο νησί και «μαγειρεύουν ιταλική κουζίνα με ροδίτικο τρόπο» όπως χαρακτηριστικά σχολίασε η Ελένη Ψυχούλη.
Η μακριά μυρωδιά, το κύμινο, είναι πρωταγωνιστής της κουζίνας του νησιού. «Η μητέρα μου αγοράζει το κύμινο με το κιλό» λέει ο Μάκος, ο ροδίτης φωτογράφος και συνοδοιπόρος μας στην εκδρομή, ο οποίος κάδραρε την ηδονική απαλότητα των στιγμών μας.
Λίγο πριν την βραδινή επιβίβαση στο αεροσκάφος της Ολυμπιακής η ικανοποίηση χτυπάει τιλτ. Οι θαλασσινοί μεζέδες και η σούμα (η ροδίτικη τσικουδιά) του αποχαιρετιστήριου πάρτι, στο ξενοδοχείο, έχουν επενεργήσει, με ακρίβεια στο στόχο τους. Κοιτώντας το φωτισμένο νησί, από ψηλά, σκέφτομαι ότι την τελευταία φορά -πριν από καμιά 15αριά χρόνια-, είχα πάρει μαζί μου, σαν αναμνηστικά, ομπρέλες και Lacoste μπλουζάκια. Αυτή τη φορά πήρα φυτικά σαπούνια και ελαιόλαδο. Όλα δείχνουν ότι η Ρόδος εστιάζει ξανά στην ουσία των πραγμάτων.