Υπήρξε μια από τις πιο αινιγματικές φυσιογνωμίες της λογοτεχνίας. Ο Τζ. Ντ. Σάλιτζερ, ο αμερικανός συγγραφέας που διακρίθηκε σε νεαρή ηλικία, γεννήθηκε την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου το 1919 και πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 2010, πέρασε παραπάνω από μισόν αιώνα ζωής σε απομόνωση. Το τελευταίο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1965 και έδωσε την τελευταία του συνέντευξη το 1960.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ήταν εκείνο που στο αποκορύφωμα της καριέρας τον έκανε να αποφασίσει να εξαφανιστεί.
Άφησε πίσω του το θρυλικό μυθιστόρημα "Ο φύλακας στη σίκαλη" το 1951 που μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη το 1978 και επανεκδόθηκε πρόσφατα – σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου- από τις εκδόσεις Πατάκη, έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Time, δημοσίευσε διηγήματα και νουβέλες, μίλησε για τελευταία φορά στο περιοδικό The New Yorker το 1965 και από τότε σιωπή.
Ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ μεγάλωσε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και ξεκίνησε γράφοντας σύντομες ιστορίες κατά την περίοδο όπου παρακολουθούσε μαθήματα στο γυμνάσιο. Αρκετά απ’ αυτά δημοσιεύθηκαν στο φιλολογικό περιοδικό "Story" στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και προτού ο συγγραφέας να υπηρετήσει στον στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Το 1948, το διήγημά του με τίτλο "A Perfect Day for Bananafish" (Μια τέλεια μέρα για μπανανόψαρα) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New Yorker, το οποίο δημοσίευσε και πολλά μετέπειτα έργα του.
Το 1951, υπήρξε χρονιά ορόσημο για τη ζωή και το έργο του. Το διήγημά του με τίτλο "The Catcher in the Rye" / "Ο φύλακας στη σίκαλη" έγινε αμέσως με την κυκλοφορία του τεράστια επιτυχία. Ένα διήγημα που περιγράφει την αποξένωση από την χαμένη αθωότητα μετά την ενηλικίωση. Η μεγάλη επιτυχία έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, κάτι που ο Σάλιντζερ αποστρεφόταν, και ως αποτέλεσμα αποξενώθηκε και δημοσίευε νέα έργα όλο και σπανιότερα.
Τα επόμενα διηγήματα του ήταν το "Nine Stories"/ "Εννέα ιστορίες" το 1953, το "Franny and Zooey" / "Φράνι και Ζούι" το 1961 και το "Raise High the Roof Beam Carpenters and Seymour: An Introduction" / "Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία" το 1963. Το τελευταίο του δημοσιευμένο γραπτό ήταν μια νουβέλα με τίτλο "Hapworth 16, 1924" η οποία δημοσιεύθηκε από το περιοδικό "The New Yorker" στις 19 Ιουνίου του 1965.
Για το υπόλοιπο της ζωής του ο Σάλιντζερ αγωνίζονταν να αποφύγει την δημοσιότητα, και ενεπλάκη σε δικαστικές διαμάχες, το 198- με τον βιογράφο του Ίαν Χάμιλτον, και στα τέλη του 1990 με μια πρώην ερωμένη του και την κόρη του Μάργκαρετ Σάλιντζερ οι οποίες έγραψαν τα απομνημονεύματα τους γι’ αυτόν. Το 1996, ένας μικρός εκδοτικός οίκος ανακοίνωσε πως είχε αποκτήσει την άδεια για να εκδώσει το "Hapwoth 16, 1924" ως βιβλίο, ωστόσο μετά την αρχική δημοσιότητα που έλαβε η είδηση η έκδοση αναβλήθηκε για αόριστο χρονικό διάστημα.
Πέθανε από φυσικά αίτια στις 27 Ιανουαρίου 2010, στο σπίτι του στο Νιού Χάμσαϊρ. Τον Νοέμβριο του 2013, τρία ακυκλοφόρητα διηγήματα του κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο για μικρό χρονικό διάστημα, με μια από τις ιστορίες, "The Ocean Full of Bowling Balls", να πιθανολογείται πως ασχολείται με τα γεγονότα πριν αυτά που περιγράφονται στο "Ο φύλακας στη σίκαλη".
Το σίγουρο είναι ότι ναι μεν ο Σάλιντζερ σταμάτησε να εκδίδει το 1965, δεν σταμάτησε όμως ποτέ να γράφει, καθημερινά και συστηματικά, στο καταφύγιό του στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ, στο οποίο κατέφυγε τη δεκαετία του ‘50, τρομαγμένος από την δημοσιότητα, όταν το Τime τον έκανε εξώφυλλο, το 1961, ήδη έκανε λόγο για "τον μεγάλο ερημίτη".
Ο Σάλιντζερ θεωρούσε μεγάλο πρόβλημα την έκδοση ενός βιβλίου, εμπόδιο στην αυτοσυγκέντρωσή του και ενόχληση. Απεναντίας, λάτρευε το γράψιμο από μικρό παιδί και συνέχισε να το υπηρετεί πιστά ως το τέλος της ζωής του. Απομονωμένος στο καταφύγιό του, δεν επέτρεπε σε καμία από τις συζύγους και τις ερωμένες που διαδέχονταν κατά καιρούς η μία την άλλη, αλλά και στα δύο του παιδιά, να τον ενοχλούν παρά μόνον "αν το σπίτι έπιανε φωτιά".
Υπήρχε, λένε, ένας ακόμα λόγος για την απομόνωση του Σάλιντζερ: ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 είχε έρθει σε επαφή με τον βουδισμό και διάφορες ινδουιστικές σέκτες. Κατά καιρούς μετατοπιζόταν ("ερωτοτρόπησε" και με τη σαϊεντολογία του Ρον Χάμπαρντ), οι θρησκείες της Ινδίας και της Άπω Ανατολής, όμως, ήταν το σταθερό σημείο του. Ωστόσο, όλα συνέκλιναν σε μιαν αρχή: στην αποφυγή κάθε ανθρώπινης επαφής, στην άρνηση των εγκοσμίων.
Ο εξωτερικός κόσμος ήταν εκ φύσεως ξένος, εχθρικός, "κάλπικος", όπως θα έλεγε και ο Χόλντεν στον "Φύλακα", ο οποίος φαντάζεται τον εαυτό του να στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού, εκεί όπου καταλήγει ένα χωράφι με σίκαλη, και να προστατεύει τα παιδιά που παίζουν από το να πέσουν στο κενό. Άλλωστε, πιθανόν έτσι να έβλεπε και ο Σάλιντζερ τον εαυτό του, σε όλη του τη ζωή.
Κυκλοφόρησαν στα ελληνικά τα βιβλία του: "Ο φύλακας στη σίκαλη" (Επίκουρος, 1978), "Φράνυ και Ζούι" (Επίκουρος, 1983), "Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία" (Καστανιώτη, 2010), "Εννέα ιστορίες" (Καστανιώτη 2010), "Φράνι και Ζούι" (Καστανιώτη, 2012), "Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης" (Γράμματα, 2014).