Μια Πέμπτη, από τις κλασικές Πέμπτες, που νιώθεις ευτυχία και προσμονή, μια Πέμπτη που το ανοιξιάτικο κρύο σούβλιζε το δέρμα νικώντας όλα τα πανωφόρια και τις ζακέτες, μια τέτοια Πέμπτη του Μαρτίου, καθίσαμε στο αγαπημένο μας στέκι, στο Odeon, στο Μετς. Μέρος με συναισθηματική αξία και θεατράλε ιστορία -μία σουμπρέτα των μπαρ, μια κυρία της κοινωνικής συνεύρεσης. Νιότη, ομορφιά και φιλοπαιγμοσύνη. Αστικό τοπίο αγκαζέ με ντανταϊστική θεματολογία, σε έναν από τους πιο κινηματογραφικούς δρόμους της Αθήνας, στην Μάρκου Μουσούρου.
Το τραπέζι κοντά στην κεντρική πόρτα, απόμερο και σε θέση ισχύος, είχε όλο τον έξω χώρο στη θέα του και τον εσωτερικό σε μία μίνι επίβλεψη. Πάνω στα πρώτα χαριεντίσματα με την κοπέλα του σέρβις, «μα, τι ωραία μαλλιά» και «εσύ, όμως, τι στιλάτο το φουλάρι σου», μετά τις πρώτες γουλιές της μπίρας χωρίς αλκοόλ -έτσι, για την εμπειρία, για να δω πως είναι να πίνεις χωρίς να πίνεις-, είχαμε το πρώτο αξιντάντ. Μία παρέα τριών μελών, μπεν μιξτ, μπήκε γελώντας, αναζητώντας θέση και ξεχνώντας παντελώς να κλείσει την πόρτα πίσω της. Το ανοιξιάτικο κρύο, το οποίο θυμίζει νιαούρισμα γάτας, σε σχέση με το κρύο του χειμώνα, που μοιάζει με γαύγισμα σκύλου, διαπεραστικό και ύπουλο, μας έδειξε τα δόντια του. Σηκωθήκαμε, κλείσαμε την πόρτα και συνεχίσαμε τη συζήτηση και τη ζωή μας.
Το ανοιξιάτικο κρύο, το οποίο θυμίζει νιαούρισμα γάτας, σε σχέση με το κρύο του χειμώνα, που μοιάζει με γαύγισμα σκύλου, διαπεραστικό και ύπουλο, μας έδειξε τα δόντια του.
Σε λίγη ώρα, κανά τέταρτο μετά, ένας τύπος, βγήκε από το μαγαζί, έβαλε κατευθείαν τα χέρια στις τσέπες και έφυγε ευθυτενής και αγέρωχος, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Η πόρτα έχασκε μισάνοιχτη σαν την υπερηφάνεια του τύπου. Το κρύο «ξανατρούπωσε». Εμείς, το πρώτο τραπέζι πίστα, ξανασηκωθήκαμε και ξανακλείσαμε την πόρτα, με λίγο περισσότερη φόρα, αυτή τη φορά, μία κίνηση που έδειχνε μία ελαφριά ενόχληση. Αν η γλώσσα του σώματος μεταφραζόταν σε ένα google translate θα έλεγε «άντε πάλιιιιιι».
«Κοίτα να δεις που ούτε αυτή θα την κλείσει» παρατηρεί ο συνοδός μου, δείχνοντας μία κοπέλα με κολάν ψηλόμεσο και μπόλικο καρντασιανισμό στην πόζα. Επιβεβαιώνεται περίτρανα. «Την πόρτα!» ακούγεται μία αντρική φωνή από το πίσω τραπέζι -ο αέρας δεν είναι σαν το κύμα που φρενάρει στα πρώτα βράχια, ο αέρας μαστιγώνει όλο το τοπίο. Ένα σατανικό γελάκι σαν του Austin Powers, τύπου «δείξε λίγη σωστή συμπεριφορά ντάρλινγκ» φωτίζει το πρόσωπό μου. Η κοπέλα με το ψηλόμεσο κολάν θίγεται, κάνει μία κίνηση που δηλώνει «πώς τολμάς;» και κλείνει την πόρτα σουφρώνοντας τα χείλη.
Ένα σατανικό γελάκι σαν του Austin Powers, τύπου «δείξε λίγη σωστή συμπεριφορά ντάρλινγκ» φωτίζει το πρόσωπό μου.
«Σήμερα κάναμε μία καλή πράξη» σκέφτομαι αλλά δεν το λέω, «μάθαμε λίγους τρόπους σε κάποιον». Ο Μικελάντζελο από τα Χελωνονιντζάκια θα ήταν υπερήφανος. Δίπλα μου, όρθιες και έτοιμες για αποχώρηση μία παρέα τριών κοριτσιών, τα υπαρκτά doppelgänger, της προηγούμενης κοπέλας, τρεις σύγχρονες χάριτες, με κοφτερό ντύσιμο, ενημερωμένη έκφραση και τόσο ελπιδοφόρες σαν απαγγελία χορωδίας σε αριστοφανική παράσταση: «Ω εσύ, ο πιο αγαπητός κι ο πιο εκπληκτικός απ᾽ όλους τους ανθρώπους, πόσο μας έφαγε η έγνοια για σένα όση ώρα έλειπες!». Η τρίτη κοπέλα της παρέας κλείνει με προσοχή την πόρτα πίσω της αποδεικνύοντας για μία φορά ακόμα ότι η ευγένεια είναι η μόνη αυταπόδεικτη μορφή ευφυίας και ότι η ενσυναίσθηση, όπως και το στυλ, δεν κρύβονται.
Επιμύθιο: Υπάρχουν πόρτες, μεγάλες, που για να τις διαβείς πρέπει πρώτα να κλείσεις κάποιες άλλες, πίσω σου, που χάσκουν.
Ακολούθησε το WomanToc στο Instagram